Μια νέα έρευνα με θέμα τα ευεργετήματα της μεσογειακής διατροφής διεξάγεται στην Αυστραλία από την διατροφολόγο Αντιγόνη Κουρή, σε συνεργασία με την αναπληρώτρια καθηγήτρια Κατερίνα Ιτσιοπούλου του Τμήματος Διαβητικών του Πανεπιστημίου La Trobe.
Μια νέα έρευνα με θέμα τα ευεργετήματα της μεσογειακής διατροφής διεξάγεται στην Αυστραλία από την διατροφολόγο Αντιγόνη Κουρή, σε συνεργασία με την αναπληρώτρια καθηγήτρια Κατερίνα Ιτσιοπούλου του Τμήματος Διαβητικών του Πανεπιστημίου La Trobe.
Η έρευνα επικεντρώνεται σε ηλικιωμένους της Μελβούρνης που προέρχονται από ελληνικά νησιά και, κυρίως, την Κρήτη (καθώς οι πρώτες έρευνες και μελέτες για τα πλεονεκτήματα της μεσογειακής διατροφής ξεκίνησαν από την Κρήτη). Όπως αναφέρει η κ.Ιτσιοπούλου ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι η μεσογειακή διατροφή περιλαμβάνει μεγάλη κατανάλωση ελαιολάδου, ψητού κρέατος, ζυμαρικών και ψωμιού.
Στην πραγματικότητα, τονίζει, η μεσογειακή διατροφή χαρακτηρίζεται από υψηλή κατανάλωση λαχανικών, οσπρίων, φρούτων και δημητριακών, μέτρια με υψηλή κατανάλωση ψαριών, χαμηλή κατανάλωση κορεσμένου λίπους και υψηλή κατανάλωση μη κορεσμένου και, ιδιαίτερα, ελαιόλαδου. Επίσης, χαμηλή ή και μέτρια κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων και, κυρίως, τυριού και γιαουρτιού, χαμηλή κατανάλωση κρέατος και μέτρια κατανάλωση αλκοόλ, κυρίως κρασιού. Η υπεροχή της μεσογειακής διατροφής, όπως τονίζει η κ.Ιτσιοπούλου, σε σχέση με αυτή άλλων χωρών, αποδεικνύεται και από πολλές έρευνες που έχουν γίνει από πανεπιστήμια τα τελευταία χρόνια.
Η Δρ Αντιγόνη Κουρή, έχει συμμετάσχει και επιτηρήσει αρκετές από αυτές τις έρευνες. Η ίδια δήλωσε στο «Νέο Κόσμο» ότι κάνοντας το διδακτορικό της σε συνεργασία με την καθηγήτρια Αντωνία Τριχοπούλου και τον καθηγητή Mark Wahlqvist, διαπίστωσε, αφού συνέκρινε 189 ηλικιωμένους Έλληνες στη Μελβούρνη με 104 ηλικιωμένους Έλληνες στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1989-1992, ότι οι Έλληνες της Μελβούρνης ζουν περισσότερα χρόνια επειδή η καθημερινή τους δίαιτα συνίσταται περισσότερο από παραδοσιακά φαγητά και, κυρίως, όσπρια.
Το διδακτορικό ήταν μέρος μια πιο ευρείας έρευνας με τον τίτλο «Διατροφικές Συνήθειες στα Ύστερα Στάδια της Ζωής» η οποία, επίσης, εξέτασε και συνέκρινε ηλικιωμένους Σουηδούς στη Σουηδία, Ιάπωνες στην Ιαπωνία και Αγγλοκέλτες στην Αυστραλία. Η ίδια ήταν συντονίστρια αυτής της έρευνας στην οποία συμμετείχαν 800 άτομα.
Η πρώτη αυτή μελέτη έδειξε ότι η μεσογειακή διατροφή βελτιώνει το γενικό μέσο όρο ζωής των ηλικιωμένων της Ελλάδας. Η έρευνα έδειξε, επίσης, τα πλεονεκτήματα της μεσογειακής διατροφής που οδηγούν στη μακροζωία και μπορούν να αποκτηθούν και από μη μεσογειακούς λαούς που ακλουθούν όμως τη συγκεκριμένη δίαιτα.
Σε μεταγενέστερη έρευνα που διεξήχθη από τη Δρ Ειρήνη Δαρμάδη, υπό την επιτήρηση της δόκτωρος Αντιγόνης Κουρή, στο Πανεπιστήμιο Monash, αναλύθηκαν όλα τα παραπάνω στοιχεία και το συμπέρασμα ήταν ότι οι Έλληνες της Μελβούρνης απολαμβάνουν περισσότερο τα προνόμια της μακροβιότητας σε σχέση με τους Έλληνες της Ελλάδας, τους Σουηδούς, τους Ιάπωνες και τους Αγγλοκελτες, λόγω της υγιεινής διατροφής που ακλουθούν και την υψηλή κατανάλωση οσπρίων.
Η κ. Ιτσιοπούλου τονίζει ότι υπάρχουν περισσότερα από 30 διαφορετικά μοτίβα διατροφής που εντάσσονται στο ευρύτερο μεσογειακό, λόγω των πολλών χωρών που περιβάλλουν τη Μεσόγειο. Η παραδοσιακή κρητική διατροφή θεωρείται στους επιστημονικούς κύκλους ως το αρχέτυπο της μεσογειακής δίαιτας, ενώ σε έρευνα του '60 αποδείχτηκε ότι άνθρωποι από την Κρήτη, λόγω των ευεργετικών χαρακτηριστικών που αποδίδονται στη διατροφή τους, εμφάνισαν το μικρότερο ποσοστό θανάτου από καρδιακές παθήσεις σε σχέση με ανθρώπους από άλλες χώρες.
Η έρευνα επικεντρώνεται σε ηλικιωμένους της Μελβούρνης που προέρχονται από ελληνικά νησιά και, κυρίως, την Κρήτη (καθώς οι πρώτες έρευνες και μελέτες για τα πλεονεκτήματα της μεσογειακής διατροφής ξεκίνησαν από την Κρήτη). Όπως αναφέρει η κ.Ιτσιοπούλου ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι η μεσογειακή διατροφή περιλαμβάνει μεγάλη κατανάλωση ελαιολάδου, ψητού κρέατος, ζυμαρικών και ψωμιού.
Στην πραγματικότητα, τονίζει, η μεσογειακή διατροφή χαρακτηρίζεται από υψηλή κατανάλωση λαχανικών, οσπρίων, φρούτων και δημητριακών, μέτρια με υψηλή κατανάλωση ψαριών, χαμηλή κατανάλωση κορεσμένου λίπους και υψηλή κατανάλωση μη κορεσμένου και, ιδιαίτερα, ελαιόλαδου. Επίσης, χαμηλή ή και μέτρια κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων και, κυρίως, τυριού και γιαουρτιού, χαμηλή κατανάλωση κρέατος και μέτρια κατανάλωση αλκοόλ, κυρίως κρασιού. Η υπεροχή της μεσογειακής διατροφής, όπως τονίζει η κ.Ιτσιοπούλου, σε σχέση με αυτή άλλων χωρών, αποδεικνύεται και από πολλές έρευνες που έχουν γίνει από πανεπιστήμια τα τελευταία χρόνια.
Η Δρ Αντιγόνη Κουρή, έχει συμμετάσχει και επιτηρήσει αρκετές από αυτές τις έρευνες. Η ίδια δήλωσε στο «Νέο Κόσμο» ότι κάνοντας το διδακτορικό της σε συνεργασία με την καθηγήτρια Αντωνία Τριχοπούλου και τον καθηγητή Mark Wahlqvist, διαπίστωσε, αφού συνέκρινε 189 ηλικιωμένους Έλληνες στη Μελβούρνη με 104 ηλικιωμένους Έλληνες στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1989-1992, ότι οι Έλληνες της Μελβούρνης ζουν περισσότερα χρόνια επειδή η καθημερινή τους δίαιτα συνίσταται περισσότερο από παραδοσιακά φαγητά και, κυρίως, όσπρια.
Το διδακτορικό ήταν μέρος μια πιο ευρείας έρευνας με τον τίτλο «Διατροφικές Συνήθειες στα Ύστερα Στάδια της Ζωής» η οποία, επίσης, εξέτασε και συνέκρινε ηλικιωμένους Σουηδούς στη Σουηδία, Ιάπωνες στην Ιαπωνία και Αγγλοκέλτες στην Αυστραλία. Η ίδια ήταν συντονίστρια αυτής της έρευνας στην οποία συμμετείχαν 800 άτομα.
Η πρώτη αυτή μελέτη έδειξε ότι η μεσογειακή διατροφή βελτιώνει το γενικό μέσο όρο ζωής των ηλικιωμένων της Ελλάδας. Η έρευνα έδειξε, επίσης, τα πλεονεκτήματα της μεσογειακής διατροφής που οδηγούν στη μακροζωία και μπορούν να αποκτηθούν και από μη μεσογειακούς λαούς που ακλουθούν όμως τη συγκεκριμένη δίαιτα.
Σε μεταγενέστερη έρευνα που διεξήχθη από τη Δρ Ειρήνη Δαρμάδη, υπό την επιτήρηση της δόκτωρος Αντιγόνης Κουρή, στο Πανεπιστήμιο Monash, αναλύθηκαν όλα τα παραπάνω στοιχεία και το συμπέρασμα ήταν ότι οι Έλληνες της Μελβούρνης απολαμβάνουν περισσότερο τα προνόμια της μακροβιότητας σε σχέση με τους Έλληνες της Ελλάδας, τους Σουηδούς, τους Ιάπωνες και τους Αγγλοκελτες, λόγω της υγιεινής διατροφής που ακλουθούν και την υψηλή κατανάλωση οσπρίων.
Η κ. Ιτσιοπούλου τονίζει ότι υπάρχουν περισσότερα από 30 διαφορετικά μοτίβα διατροφής που εντάσσονται στο ευρύτερο μεσογειακό, λόγω των πολλών χωρών που περιβάλλουν τη Μεσόγειο. Η παραδοσιακή κρητική διατροφή θεωρείται στους επιστημονικούς κύκλους ως το αρχέτυπο της μεσογειακής δίαιτας, ενώ σε έρευνα του '60 αποδείχτηκε ότι άνθρωποι από την Κρήτη, λόγω των ευεργετικών χαρακτηριστικών που αποδίδονται στη διατροφή τους, εμφάνισαν το μικρότερο ποσοστό θανάτου από καρδιακές παθήσεις σε σχέση με ανθρώπους από άλλες χώρες.
ΠΗΓΗ:health.in.gr