Η θλίψη που νιώθουν παιδιά και έφηβοι μετά τον ξαφνικό θάνατο ενός γονέα περιορίζεται με το πέρασμα του χρόνου για τους περισσότερους, αλλά ορισμένοι εμφανίζουν παρατεταμένη θλίψη που μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη και να παρεμβληθεί με τη φυσιολογική λειτουργικότητα, αναφέρει νέα έρευνα.
Η θλίψη που νιώθουν παιδιά και έφηβοι μετά τον ξαφνικό θάνατο ενός γονέα περιορίζεται με το πέρασμα του χρόνου για τους περισσότερους, αλλά ορισμένοι εμφανίζουν παρατεταμένη θλίψη που μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη και να παρεμβληθεί με τη φυσιολογική λειτουργικότητα, αναφέρει νέα έρευνα.
Ερευνητές αρχικά εξέτασαν 182 παιδιά και εφήβους, ηλικίας 7 έως 18 ετών, που είχαν την εμπειρία θανάτου ενός γονέα από αυτοκτονία, φυσικά αίτια ή ατύχημα. Επανεξετάστηκαν στον πρώτο και δεύτερο χρόνο 165 και 141 από τους εθελοντές αντίστοιχα, δήλωσαν οι ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ.
Για το 59% των παιδιών και των εφήβων τα σκορ θλίψης μειώθηκαν σημαντικά μεταξύ 9 και 21 μηνών μετά τον θάνατο και στη συνέχεια παρέμειναν χαμηλά. Για το 31% των νέων, τα σκορ θλίψης αυξήθηκαν στους περίπου 9 μήνες και στη συνέχεια ακολούθησαν σταδιακά πτωτική πορεία έως τους 33 μήνες. Για το 10% των συμμετεχόντων, τα σκορ θλίψης ήταν υψηλά στους 9 μήνες και παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα ως τον 33ο μήνα.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι υψηλοτέρα σκορ όσον αφορά τη θλίψη συνδέονταν με τον θάνατο του γονέα λόγω ατυχήματος και υψηλότερα σκορ κατάθλιψης στους 9 μήνες.
Ανακάλυψαν επίσης ότι το 10% των παιδιών με υψηλά σκορ θλίψης που δεν μειωνόταν πολύ μέχρι τους 33 μήνες ήταν περισσότερο πιθανό να έχουν λειτουργική βλάβη στους 9 μήνες μετά τον θάνατο του γονέα, προηγούμενο ιστορικό κατάθλιψης και μετατραυματική αγχώδη διαταραχή.
Η κατάθλιψη ήταν περισσότερο πιθανή στα παιδιά και τους εφήβους αν ο γονέας που επέζησε είχε πολύπλοκη ή παρατεταμένη θλίψη, αν ένιωθαν ότι άλλοι ευθύνονταν για το θάνατο του γονέα ή αν είχαν άλλες προκλήσεις μετά τον θάνατο του γονέα.
Οι ερευνητές κατέληξαν ότι τα ευρήματα έχουν σημαντικές κλινικές εφαρμογές όσον αφορά προσπάθειες παρέμβασης και πρόληψης. Είναι επιτακτική ανάγκη να αξιολογήσουμε τον επιζόντα γονέα και να παρέμβουμε όπου είναι κατάλληλο για να βελτιώσουμε το αποτέλεσμα στα παιδιά και τους εφήβους που έχασαν έναν γονέα, σημειώνουν.
Η έρευνα δημοσιεύεται στο περιοδικό ‘Archives of General Psychiatry’.
ΠΗΓΗ: ‘Archives of General Psychiatry’, iatronet.gr