Η δυσλεξία επηρεάζει τη ζωή εκατομμυρίων παιδιών και ενηλίκων σε όλο τον κόσμο, με σοβαρές εκπαιδευτικές, ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες.
Η δυσλεξία επηρεάζει τη ζωή εκατομμυρίων παιδιών και ενηλίκων σε όλο τον κόσμο, με σοβαρές εκπαιδευτικές, ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες.
Εκδηλώνεται τα πρώτα χρόνια φοίτησης στο δημοτικό σχολείο, ως μία απροσδόκητη και ανεξήγητη μαθησιακή δυσκολία στην ανάγνωση και στη γραφή, σε φυσιολογικά παιδιά με κανονική ή και ανώτερη ευφυΐα, που μέχρι τότε τίποτε δεν έδειχνε ότι είχαν κάποιο πρόβλημα.
Η Διεθνής Ομοσπονδία Νευρολογίας καθορίζει τη δυσλεξία ως σύνδρομο που εκδηλώνεται με απροσδόκητη αποτυχία στην εκμάθηση του γραπτού λόγου, ιδιαίτερα της ανάγνωσης, παρά την επαρκή σχολική εκπαίδευση, τη φυσιολογική νοημοσύνη και τις επαρκείς κοινωνικο-πολιτιστικές ευκαιρίες. Οφείλεται σε νευρολογική διαταραχή που επηρεάζει θεμελιακές λειτουργίες της μάθησης.
Όπως λέει η παιδίατρος - αναπτυξιολόγος Λωρέττα Θωμαΐδου (Ιατρείο Αναπτυξιακής Παιδιατρικής, Α’ Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών) «από τον ορισμό προκύπτει ότι έχουμε να κάνουμε με μία διαταραχή που αφορά και περιορίζεται μόνο στο γραπτό λόγο και όχι στον προφορικό. Περιορίζεται δηλαδή σε διαταραχή των δεξιοτήτων εκείνων που είναι αναγκαίες για την εκμάθηση της ανάγνωσης, της γραφής και της ορθογραφίας».
Το δεύτερο στοιχείο, όπως επισημαίνει, είναι ότι η δυσλεξία είναι σύνδρομο. Και ως σύνδρομο δεν μπορεί παρά η διάγνωση της να στηρίζεται σε περιγραφή τυπικών χαρακτηριστικών εκδηλώσεων.
«Παρουσιάζεται σε παιδιά με κανονική ή και ανώτερη νοημοσύνη που φοιτούν σε κανονικά σχολεία κι έχουν εκτεθεί σε συνήθη κοινωνικά και πολιτιστικά ερεθίσματα. Δηλαδή δεν πρόκειται για περιβαλλοντικό πρόβλημα, αλλά για νευρολογική διαταραχή που επηρεάζει θεμελιώδεις λειτουργίες μάθησης», τονίζει και προσθέτει ότι «υπολογίζεται ότι περίπου 1 έως 3% του συνολικού πληθυσμού εμφανίζει δυσλεξία, ενώ το ποσοστό των παιδιών σχολικής ηλικίας που για διάφορους λόγους εμφανίζουν μαθησιακές δυσκολίες, χωρίς να έχουν δυσλεξία είναι πολύ μεγαλύτερο και υπολογίζεται σε 20 έως 25%».
Ο καθηγητής Μαθησιακών Δυσκολιών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Γιώργος Θ.Παυλίδης τονίζει ότι «η δυσλεξία είναι ειδική μαθησιακή δυσκολία στα γραπτά. Δηλαδή, οι δυσλεξικοί παρουσιάζουν μεγάλη δυσκολία στην ανάγνωση -πολύ αργή, με λάθη-, στην ορθογραφία και δυσκολεύονται να μεταφέρουν τον προφορικό τους λόγο στο γραπτό».
Για τον κ.Παυλίδη, που η προσφορά του στο θέμα της δυσλεξίας έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως, καθώς είναι ο εφευρέτης του τεστ Οφθαλμοκίνησης για την ακριβή διάγνωση της δυσλεξίας, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Προβλημάτων Μάθησης και διευθυντής 20 Ερευνητικών Προγραμμάτων στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα, «η δυσλεξία είναι θείο δώρο όταν γνωρίζουμε την ύπαρξή της και την αντιμετωπίζουμε σωστά. Αντιθέτως η άγνοια τη μετατρέπει σε μειονέκτημα».
Επειδή η δυσλεξία είναι κυρίως κληρονομική, υπάρχει από τη γέννα. Συνεπώς, υπάρχει και μπορεί να εντοπισθεί από την προσχολική ηλικία με βιολογικά τεστ, όπως είναι το τεστ «Παυλίδη».
Διεθνώς, η δυσλεξία εμφανίζεται σε 4 αγόρια προς 1 κορίτσι, που σημαίνει ότι τα αίτιά της είναι βιολογικά, γι’ αυτό και τα διαφορετικά κοινωνικο-πολιτιστικά περιβάλλοντα δεν επηρεάζουν την αναλογία αγοριών (4) - κοριτσιών (1).
Ο κ.Παυλίδης συμβουλεύει γονείς και εκπαιδευτικούς για έγκαιρη και ακριβή διάγνωση της δυσλεξίας, η οποία πρέπει να συνδυάζεται με την αποδοχή της κατάστασης, την κατανόηση και με την θετική αντιμετώπιση.
Τα παιδιά και ιδιαιτέρως τα δυσλεξικά, είναι πολύ πιο ευαίσθητα στην απόρριψη και στην αρνητική - ταπεινωτική κριτική, διότι την υφίστανται διαρκώς.
Είναι αναγκαίο να γίνει συνειδητή προσπάθεια τόνωσης του ηθικού τους και να αποφεύγονται οι αρνητικές και οι υποτιμητικές παρατηρήσεις, γιατί μειώνουν την αυτοπεποίθηση, τα κίνητρα και συνεπώς, τη σχολική επίδοση.
Η στοργική, ενθαρρυντική και η αξιοπρεπής αντιμετώπιση των δυσλεξικών, επιφέρει θετικά αποτελέσματα τόσο στον ψυχο-κοινωνικό όσο και στο μαθησιακό τομέα. Αλλάζει η ζωή τους προς το καλύτερο και οδηγούνται από την αποτυχία στην επιτυχία, από τη δυστυχία στην ευτυχία.
Εκδηλώνεται τα πρώτα χρόνια φοίτησης στο δημοτικό σχολείο, ως μία απροσδόκητη και ανεξήγητη μαθησιακή δυσκολία στην ανάγνωση και στη γραφή, σε φυσιολογικά παιδιά με κανονική ή και ανώτερη ευφυΐα, που μέχρι τότε τίποτε δεν έδειχνε ότι είχαν κάποιο πρόβλημα.
Η Διεθνής Ομοσπονδία Νευρολογίας καθορίζει τη δυσλεξία ως σύνδρομο που εκδηλώνεται με απροσδόκητη αποτυχία στην εκμάθηση του γραπτού λόγου, ιδιαίτερα της ανάγνωσης, παρά την επαρκή σχολική εκπαίδευση, τη φυσιολογική νοημοσύνη και τις επαρκείς κοινωνικο-πολιτιστικές ευκαιρίες. Οφείλεται σε νευρολογική διαταραχή που επηρεάζει θεμελιακές λειτουργίες της μάθησης.
Όπως λέει η παιδίατρος - αναπτυξιολόγος Λωρέττα Θωμαΐδου (Ιατρείο Αναπτυξιακής Παιδιατρικής, Α’ Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών) «από τον ορισμό προκύπτει ότι έχουμε να κάνουμε με μία διαταραχή που αφορά και περιορίζεται μόνο στο γραπτό λόγο και όχι στον προφορικό. Περιορίζεται δηλαδή σε διαταραχή των δεξιοτήτων εκείνων που είναι αναγκαίες για την εκμάθηση της ανάγνωσης, της γραφής και της ορθογραφίας».
Το δεύτερο στοιχείο, όπως επισημαίνει, είναι ότι η δυσλεξία είναι σύνδρομο. Και ως σύνδρομο δεν μπορεί παρά η διάγνωση της να στηρίζεται σε περιγραφή τυπικών χαρακτηριστικών εκδηλώσεων.
«Παρουσιάζεται σε παιδιά με κανονική ή και ανώτερη νοημοσύνη που φοιτούν σε κανονικά σχολεία κι έχουν εκτεθεί σε συνήθη κοινωνικά και πολιτιστικά ερεθίσματα. Δηλαδή δεν πρόκειται για περιβαλλοντικό πρόβλημα, αλλά για νευρολογική διαταραχή που επηρεάζει θεμελιώδεις λειτουργίες μάθησης», τονίζει και προσθέτει ότι «υπολογίζεται ότι περίπου 1 έως 3% του συνολικού πληθυσμού εμφανίζει δυσλεξία, ενώ το ποσοστό των παιδιών σχολικής ηλικίας που για διάφορους λόγους εμφανίζουν μαθησιακές δυσκολίες, χωρίς να έχουν δυσλεξία είναι πολύ μεγαλύτερο και υπολογίζεται σε 20 έως 25%».
Ο καθηγητής Μαθησιακών Δυσκολιών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Γιώργος Θ.Παυλίδης τονίζει ότι «η δυσλεξία είναι ειδική μαθησιακή δυσκολία στα γραπτά. Δηλαδή, οι δυσλεξικοί παρουσιάζουν μεγάλη δυσκολία στην ανάγνωση -πολύ αργή, με λάθη-, στην ορθογραφία και δυσκολεύονται να μεταφέρουν τον προφορικό τους λόγο στο γραπτό».
Για τον κ.Παυλίδη, που η προσφορά του στο θέμα της δυσλεξίας έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως, καθώς είναι ο εφευρέτης του τεστ Οφθαλμοκίνησης για την ακριβή διάγνωση της δυσλεξίας, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Προβλημάτων Μάθησης και διευθυντής 20 Ερευνητικών Προγραμμάτων στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα, «η δυσλεξία είναι θείο δώρο όταν γνωρίζουμε την ύπαρξή της και την αντιμετωπίζουμε σωστά. Αντιθέτως η άγνοια τη μετατρέπει σε μειονέκτημα».
Επειδή η δυσλεξία είναι κυρίως κληρονομική, υπάρχει από τη γέννα. Συνεπώς, υπάρχει και μπορεί να εντοπισθεί από την προσχολική ηλικία με βιολογικά τεστ, όπως είναι το τεστ «Παυλίδη».
Διεθνώς, η δυσλεξία εμφανίζεται σε 4 αγόρια προς 1 κορίτσι, που σημαίνει ότι τα αίτιά της είναι βιολογικά, γι’ αυτό και τα διαφορετικά κοινωνικο-πολιτιστικά περιβάλλοντα δεν επηρεάζουν την αναλογία αγοριών (4) - κοριτσιών (1).
Ο κ.Παυλίδης συμβουλεύει γονείς και εκπαιδευτικούς για έγκαιρη και ακριβή διάγνωση της δυσλεξίας, η οποία πρέπει να συνδυάζεται με την αποδοχή της κατάστασης, την κατανόηση και με την θετική αντιμετώπιση.
Τα παιδιά και ιδιαιτέρως τα δυσλεξικά, είναι πολύ πιο ευαίσθητα στην απόρριψη και στην αρνητική - ταπεινωτική κριτική, διότι την υφίστανται διαρκώς.
Είναι αναγκαίο να γίνει συνειδητή προσπάθεια τόνωσης του ηθικού τους και να αποφεύγονται οι αρνητικές και οι υποτιμητικές παρατηρήσεις, γιατί μειώνουν την αυτοπεποίθηση, τα κίνητρα και συνεπώς, τη σχολική επίδοση.
Η στοργική, ενθαρρυντική και η αξιοπρεπής αντιμετώπιση των δυσλεξικών, επιφέρει θετικά αποτελέσματα τόσο στον ψυχο-κοινωνικό όσο και στο μαθησιακό τομέα. Αλλάζει η ζωή τους προς το καλύτερο και οδηγούνται από την αποτυχία στην επιτυχία, από τη δυστυχία στην ευτυχία.
ΠΗΓΗ:health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ