Ο καφές μπορεί ενδεχομένως να έχει προστατευτική επίδραση στην κατάθλιψη, σύμφωνα με αμερικανική έρευνα.
Ο καφές μπορεί ενδεχομένως να έχει προστατευτική επίδραση στην κατάθλιψη, σύμφωνα με αμερικανική έρευνα.
Η καφεΐνη αποτελεί την συχνότερα λαμβανόμενη ψυχοδραστική ουσία, αλλά τα δυνητικά της αποτελέσματα στην κατάθλιψη δεν έχουν κατανοηθεί πλήρως.
Ο Michel Lucas, από τη σχολή δημόσιας διοίκησης του Χάρβαρντ, στη Βοστόνη, μελέτησε περισσότερες από 50.000 γυναίκες που έλαβαν μέρος στην έρευνα για την υγεία των νοσηλευτριών, από το 1996 ως το 2006.
Η παρούσα έρευνα δεν μπορεί να αποδείξει ότι ο καφές μειώνει τον κίνδυνο κατάθλιψης, αλλά υποδεικνύει μόνο, την πιθανότητα να υπάρχει προστατευτική δράση, δήλωσε ο ερευνητής.
Γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, που κατανάλωναν 4 φλιτζάνια καφέ την ημέρα ή περισσότερο, εμφάνιζαν μειωμένο κίνδυνο κατάθλιψης σε σχέση με όσες κατανάλωναν ένα ή λιγότερο την εβδομάδα, ανακοίνωσαν οι ερευνητές.
Τα ευρήματα ήταν σε ευθυγράμμιση με παλαιότερες έρευνες ότι ο κίνδυνος αυτοκτονίας είναι χαμηλότερος σε όσους επιλέγουν υψηλότερη κατανάλωση καφεΐνης.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, εντοπίστηκαν 2.607 νέα περιστατικά κατάθλιψης.
Δόθηκαν ερωτηματολόγια σχετικά με τη διατροφή, 7 φορές κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Ωστόσο οι ερευνητές δήλωσαν ότι δεν μπόρεσαν να αποκλείσουν την πιθανότητα ότι ελαφρά συμπτώματα κατάθλιψης ήταν η αιτία για τη χαμηλή κατανάλωση καφεΐνης και κατάθλιψης ή ότι οι γυναίκες που εμφανίζουν ευαισθησία στην καφεΐνη περιορίζουν την κατανάλωση.
Οι ερευνητές καλούν σε νέες έρευνες για να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα και να καθοριστεί αν η κατανάλωση καφεΐνης μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη ή την αγωγή της κατάθλιψης.
Η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης καφεΐνης και της σχέσης της με την κατάθλιψη παρατηρήθηκε μόνο σε γυναίκες που δεν κάπνιζαν. Είναι γνωστό ότι η καφεΐνη μεταβολίζεται γρηγορότερα στους καπνιστές, δήλωσαν οι ερευνητές.
Δεν παρατηρήθηκε σχέση μεταξύ του καφέ χωρίς καφεΐνη και άλλων καφεϊνούχων ποτών και της κατάθλιψης.
Η έρευνα δημοσιεύεται στη διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού ‘Archives of Internal Medicine.’
ΠΗΓΗ: iatronet.gr, Archieves of Internal Medicine