Οι αλληλεπιδράσεις φαρμάκων και διατροφής περιλαμβάνουν τις φυσικοχημικές, φυσιολογικές και παθοφυσιολογικές διαδικασίες που μπορούν να αλλάξουν την εναπόθεση, το λειτουργικό στόχο ή την τοξικότητα των συστατικών των τροφίμων.
Οι αλληλεπιδράσεις φαρμάκων και διατροφής περιλαμβάνουν τις φυσικοχημικές, φυσιολογικές και παθοφυσιολογικές διαδικασίες που μπορούν να αλλάξουν την εναπόθεση, το λειτουργικό στόχο ή την τοξικότητα των συστατικών των τροφίμων.
Σωστός συνδυασμός
Oι αλληλεπιδράσεις φαρμάκων με διάφορες τροφές αποκτούν αυξανόμενο επιστημονικό ενδιαφέρον δεδομένου ότι, όπως αποδεικνύεται στην καθημερινή κλινική πράξη, διαδραματίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο με τις αλληλεπιδράσεις των φαρμάκων. Η παράβλεψη του σημαντικού ρόλου που παίζει ο συνδυασμός τροφής και φαρμάκου, μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία μιας θεραπείας ή ακόμα και σε διατροφικές ανεπάρκειες. Αυτό σημαίνει, ότι κάποιες τροφές είναι πιθανόν να αναστέλλουν ή να εντείνουν τη δράση σημαντικών φαρμάκων, όπως ορισμένα αγχολυτικά, αντιισταμινικά ή αντιυπερτασικά φάρμακα. Σε κάποιες περιπτώσεις λοιπόν, οι ανάλογες ρυθμίσεις στη διατροφή όταν ακολουθούμε κάποια συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή είναι αναγκαίες.
Πριν ή μετά το γεύμα;
Η ποσότητα και τα συστατικά των καθημερινών γευμάτων καθορίζουν την ταχύτητα απορρόφησης ενός φαρμάκου. Είναι αλήθεια ότι ορισμένα φάρμακα έχουν την ιδιότητα να ερεθίζουν το βλεννογόνο του στομάχου, γι’ αυτό πρέπει να λαμβάνονται μετά το φαγητό, ενώ άλλα πρέπει να λαμβάνονται με άδειο στομάχι, καθώς η δραστικότητά τους μειώνεται όταν απορροφούνται από τον οργανισμό μαζί με την τροφή. Γενικά η λήψη τροφής μπορεί να επηρεάσει την απορρόφηση των φαρμάκων και κατ’ επέκταση τη συνολική βιοδιαθεσιμότητά τους, είτε μεταβάλλοντας το pH των γαστρικών υγρών και άρα τη διαλυτότητά τους σε αυτά, είτε επηρεάζοντας το χρόνο γαστρικής κένωσης και άρα το διατιθέμενο χρόνο για την απορρόφησή τους από το λεπτό έντερο. Γι’ αυτό, πριν ξεκινήσετε μια θεραπεία, θα πρέπει να ρωτήσετε τον γιατρό σας αν πρέπει να παίρνετε τα φάρμακα πριν ή μετά το φαγητό ή σε απόσταση από τα γεύματα.
Προσοχή στα..
Κάποιες τροφές μπορεί να αλληλεπιδράσουν με κάποια φάρμακα, επηρεάζοντας την απορρόφηση και την αποτελεσματικότητά τους. Μερικές από τις πιο αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις είναι οι εξής:
• Τα γαλακτοκομικά
Παρόλο που η γενική σύσταση όταν παίρνουμε αντιβίωση είναι να τρώμε γιαούρτι (επειδή οι γαλακτοβάκιλοι που περιέχει προστατεύουν το μικροπεριβάλλον και τη χλωρίδα του εντέρου, η οποία μπορεί να διαταραχθεί), ορισμένα αντιβιοτικά αλληλεπιδρούν αρνητικά με τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Το ασβέστιο του γάλακτος, για παράδειγμα, δεσμεύει την τετρακυκλίνη, ένα σύνηθες αντιβιοτικό, οπότε απορροφάται λιγότερη ποσότητα φαρμάκου από τον οργανισμό. Αυτό σημαίνει ότι για να είναι αποτελεσματική η τετρακυκλίνη πρέπει να λαμβάνεται τουλάχιστον δύο ώρες πριν ή μετά την κατανάλωση τροφής που περιέχει ασβέστιο, όπως το γάλα. Το ίδιο ισχύει και για τις θεραπείες με σίδηρο, αφού έχει αποδειχτεί ότι τα γαλακτοκομικά προϊόντα εμποδίζουν την απορρόφησή του.
• Οι χυμοί εσπεριδοειδών και χρήση αντιόξινων
Τα ευεργετικά κατά τα άλλα φλαβονοειδή που περιέχονται στο γκρέιπ φρουτ, μπλοκάρουν τη δράση ενζύμων που εμπλέκονται στο μεταβολισμό των φαρμάκων. Ο χυμός του γκρέιπ φρουτ μπορεί να αλληλεπιδράσει με φάρμακα, όπως οι ανταγωνιστές ασβεστίου, ορισμένα φάρμακα για τη μείωση της χοληστερόλης, σκευάσματα με οιστρογόνα όπως τα αντισυλληπτικά, τα αγχολυτικά και τα αντιισταμινικά. Ακόμα και ο χυμός πορτοκαλιού, σε μικρότερο όμως βαθμό, μπορεί να αλληλεπιδράσει με κάποια φάρμακα, συνήθως αντιόξινα, που χορηγούνται για την αντιμετώπιση προβλημάτων δυσπεψίας. Τα αντιόξινα (φάρμακα για το πεπτικό έλκος), με την αύξηση του γαστρικού pΗ συμβάλλουν στη μείωση της απορρόφησης του ασβεστίου, του σιδήρου, του μαγνησίου και του ψευδαργύρου.
• Τα λιπαρά γεύματα και η νηστεία
Τα γεύματα υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, καθώς και η νηστεία, αποτελούν δύο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες μπορεί να επηρεάζεται σημαντικά η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων. Και στις δύο περιπτώσεις, παρατηρούνται αυξημένα επίπεδα λιπαρών οξέων στο πλάσμα του αίματος, τα οποία ανταγωνίζονται τις διάφορες φαρμακευτικές ουσίες. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αυξημένο ποσοστό του φαρμάκου στο πλάσμα, αυξημένη φαρμακολογική δράση και –δυνητικά- εμφάνιση τοξικότητας.
• Φυσικά προϊόντα και θεραπευτικά βότανα σε συνδυασμό με φαρμακευτική αγωγή
Υπάρχουν κάποια φυσικά προϊόντα που αλληλεπιδρούν με ορισμένα φάρμακα. Για παράδειγμα, το ginseng μπορεί να επιτείνει την υπογλυκαιμική δράση των αντιδιαβητικών φαρμάκων. Το σκόρδο, σε συνδυασμό με αντιπηκτικά, αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας, ενώ η βαλεριάνα επιτείνει τη δράση ορισμένων κατασταλτικών φαρμάκων του κεντρικού νευρικού συστήματος.
• Επίδραση τροφίμων στην απορρόφηση και το μεταβολισμό των φαρμάκων
Οι αλληλεπιδράσεις με τα τρόφιμα μπορούν να έχουν εμφανείς επιδράσεις στη διαθεσιμότητα και την αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής θεραπείας. Η σημαντική, για παράδειγμα, ελάττωση στην απορρόφηση των αντιβιοτικών πενικιλλίνη και τετρακυκλίνη, εξαιτίας των τροφίμων που είναι πλούσια σε μαγνήσιο (όσπρια, ξηροί καρποί, πράσινα φυλλώδη λαχανικά, κλπ.) ή σίδηρο (συκώτι, κρέας, ψάρι, κοτόπουλο, κλπ.) ή γαλακτοκομικά προϊόντα πλούσια σε ασβέστιο, υποχρεώνει τη λήψη τους από τον ασθενή με άδειο στομάχι.
Τα καπνιστά τρόφιμα περιέχουν ουσίες που διεγείρουν τη λειτουργία ορισμένων ενζύμων (οξειδάσες) του εντέρου και του ήπατος, τα οποία εμπλέκονται στο μεταβολισμό των φαρμάκων. Τα ένζυμα αυτά κινητοποιούνται επίσης από τις ινδόλες, που βρίσκονται στο λάχανο και τα λαχανάκια Βρυξελλών, με αποτέλεσμα π.χ. την αύξηση του καταβολισμού του αντιεπιληπτικού φαρμάκου φενυντοΐνη, καθώς και αντιθρομβωτικών και βαρβιτουρικών φαρμάκων.
Ο ρόλος των επιστημόνων υγείας
Οι γιατροί, οι νοσηλευτές, οι φαρμακοποιοί και οι κλινικοί διαιτολόγοι είναι σε θέση να προβλέπουν τον κίνδυνο της αλληλεπίδρασης φαρμάκου-διατροφής, μέσα από την επίγνωση του κατάλογου των φαρμάκων, της δίαιτας και της κατάστασης θρέψης του ασθενούς. Αποτελεί δική τους ευθύνη να αναγνωρίσουν, πότε εμφανίζονται ανεπιθύμητα αποτελέσματα, λόγω αλληλεπιδράσεων φαρμάκων-διατροφής, διακρίνοντας τα αντίστοιχα κλινικά σημεία και εκπληρώνοντας τις κατάλληλες εργαστηριακές εξετάσεις. Θα πρέπει, ακόμη, να γνωρίζουν ποιές είναι οι κατάλληλες παρεμβάσεις για τη μείωση του κινδύνου για προβλήματα και πώς να χειριστούν τα αποτελέσματα από τις εν λόγω αλληλεπιδράσεις. Οι παρεμβάσεις αυτές μπορούν να παίξουν αξιόλογο ρόλο για την κλινική εικόνα του ασθενή. Για τον γρήγορο και αποτελεσματικό εντοπισμό της αλληλεπίδρασης φαρμάκου-διατροφής απαιτείται η συλλογή κλινικών εμπειριών για τα νέα φάρμακα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις διατροφικές αλλαγές που πραγματοποιούνται.
ΠΗΓΗ:mednutrition.gr