Η αντίσταση στην ινσουλίνη παρατηρείται συχνά τόσο σε πολλές κλινικές καταστάσεις όσο και σε φαινομενικά υγιή άτομα. Εμφανίζεται όταν η ορμόνη ινσουλίνη που παράγεται στο πάγκρεας, παύει να είναι επαρκώς αποτελεσματική στο να μειώσει τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη παρατηρείται συχνά τόσο σε πολλές κλινικές καταστάσεις όσο και σε φαινομενικά υγιή άτομα. Εμφανίζεται όταν η ορμόνη ινσουλίνη που παράγεται στο πάγκρεας, παύει να είναι επαρκώς αποτελεσματική στο να μειώσει τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα. Ο κύριος ρόλος της ινσουλίνης είναι να μεταφέρει τη γλυκόζη μέσα στα κύτταρα του σώματος και κυρίως στα μυϊκά, όπου στη συνέχεια θα παραχθεί ενέργεια. Όταν όμως τα κύτταρα αντιστέκονται στη δράση της ινσουλίνης, το πάγκρεας αναγκάζεται να παράγει μεγαλύτερη ποσότητα αυτής, διαφορετικά η γλυκόζη παραμένει στο αίμα.
Όταν το πάγκρεας ‘κουραστεί’ να εκκρίνει όλο και περισσότερη ινσουλίνη, τότε εμφανίζεται ο διαβήτης τύπου ΙΙ. Έρευνα σε 1093 μη-διαβητικούς έδειξε ότι η ινσουλινοαντίσταση συνδέεται ανεξάρτητα με τα τριγλυκερίδια του πλάσματος, το ουρικό οξύ και την υπέρταση, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα συμβάλλει στην εμφάνιση του μεταβολικού συνδρόμου, ένα σύνολο διαταραχών που οδηγούν στην καρδιαγγειακή νόσο. Για το λόγο αυτό η έγκαιρη διάγνωση και η λήψη μέτρων για την πρόληψη κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική.
Τα συχνότερα συμπτώματα περιλαμβάνουν υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, κούραση, αδυναμία συγκέντρωσης, φουσκώματα, υπνηλία, αύξηση βάρους, δυσκολία απώλειας βάρους, περιττό λίπος κυρίως στην περιοχή της κοιλιάς, αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων, υπέρταση, κατάθλιψη. Εκτιμάται πως στις δυτικές χώρες το 25-35% του πληθυσμού έχουν ένα βαθμό αντίστασης στην ινσουλίνη. Μελέτη που έγινε σε 493 παιδιά ηλικίας 10-12 ετών από την Κρήτη έδειξε ότι το ποσοστό εμφάνισης ινσουλινοαντίστασης στο γενικό δείγμα ήταν 9,1%, στα παιδιά φυσιολογικού βάρους ήταν 2,91% στα υπέρβαρα 10,53% και στα παχύσαρκα 31.03%. Τα παχύσαρκα παιδιά λοιπόν, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν αντίσταση στην ινσουλίνη.
Γενετικοί παράγοντες μπορεί να ευθύνονται για την εμφάνιση της κατάστασης. Όμως, παρόλο που μπορεί να υπάρχει γενετική προδιάθεση, το πότε και αν θα εμφανίσει κάποιος ινσουλινοαντίσταση εξαρτάται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από τον τρόπο ζωής του και κυρίως από τη σύσταση της διατροφής που ακολουθεί και από τη σωματική του δραστηριότητα. Το αυξημένο σωματικό βάρος και ιδιαίτερα η κοιλιακή παχυσαρκία με περίμετρο μέσης >88cm στις γυναίκες και >118cm στους άντρες πυροδοτούν πολλές φορές την εμφάνιση ινσουλινοαντίστασης.
Η θεραπεία ξεκινά με αλλαγές στον τρόπο ζωής. Η απώλεια βάρους φαίνεται να βελτιώνει τη δράση της ινσουλίνης. Ένας μεσογειακός τρόπος διατροφής βελτιώνει την ευαισθησία των κυττάρων στην ορμόνη, όπως επίσης και η μέτρια καθημερινή σωματική άσκηση. Σημαντική είναι η θετική επίδραση ενός υγιεινού τρόπου ζωής και στις διαταραχές που σχετίζονται με την ινσουλινοαντίσταση, όπως είναι η μείωση της αρτηριακής πίεσης και των τριγλυκεριδίων και η αύξηση της καλής χοληστερόλης HDL. Το επόμενο βήμα της θεραπείας είναι η χορήγηση φαρμάκων (π.χ. γλιταζόνες) από το γιατρό.
Η διατροφική προσέγγιση της ινσουλινοαντίστασης δεν διαφέρει πολύ από την υγιεινή διατροφή. Έτσι λοιπόν, για την καλύτερη ανταπόκριση στη δράση της ινσουλίνης, θα πρέπει κανείς να ακολουθεί ένα υποθερμιδικό διαιτολόγιο σε περίπτωση που έχει πλεονάζον βάρος και να καταναλώνει 3 γεύματα την ημέρα με 2-3 ενδιάμεσα σνακ. Συστήνεται να αποφεύγει τα τρόφιμα με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη (ζάχαρη, γλυκά, αναψυκτικά, λευκό ψωμί, λευκά ζυμαρικά), τα ζωικά λιπαρά και τα τηγανητά, να προτιμά τα προϊόντα ολικής άλεσης, τα φρούτα και λαχανικά σε επαρκείς ποσότητες, το ελαιόλαδο, τα ψάρια και τα γαλακτοκομικά χαμηλών λιπαρών. Τέλος, αύξηση στα ω-3 λιπαρά οξέα και μείωση στα κορεσμένα και τρανς λιπαρά φαίνεται να βελτιώνουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη.
ΠΗΓΗ:iatronet.gr