Νέα εξέταση αίματος μπορεί ενδεχομένως να προβλέψει την καρδιακή προσβολή πριν συμβεί, ισχυρίζονται οι κατασκευαστές του τεστ.
Νέα εξέταση αίματος μπορεί ενδεχομένως να προβλέψει την καρδιακή προσβολή πριν συμβεί, ισχυρίζονται οι κατασκευαστές του τεστ.
Οι ερευνητές αναφέρουν ότι άνθρωποι με υψηλά επίπεδα κυκλοφορούντων ενδοθηλιακών κυττάρων (CEC), που προέρχονται από τα τοιχώματα των αγγείων μπορεί ενδεχομένως να αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο για καρδιακή προσβολή.
Ο ερευνητής Dr. Eric Topol, του Scripps Translational Science Institute στο Σαν Ντιέγκο, δήλωσε ότι ποτέ δεν είχαμε τρόπο πρόβλεψης της καρδιακής προσβολής αλλά είμαστε καλοί στη διάγνωσή της. Το νέο τεστ είναι η αρχή μιας πολύ σημαντικής εξέλιξης και απαντά σε μια ανάγκη.
Ο Topol χρησιμοποιεί τεχνολογία μέτρησης των CEC και ελπίζει ότι το τεστ θα είναι διαθέσιμο σε 8 μήνες.
Η έρευνα περιέλαβε 50 ασθενείς με καρδιακή προσβολή και 44 υγιείς. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν φωσφορίζουσες εικόνες για να δείξουν ότι τα CECs από ασθενείς με καρδιακή προσβολή φαίνονταν πολύ διαφορετικά σε σχέση με αυτά των υγιών. Σύμφωνα με την έρευνα, τα επίπεδα αυτών των κυττάρων αίματος σε ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνδυνο για καρδιακή προσβολή μπορεί ενδεχομένως να είναι περισσότερο από 400% υψηλότερα σε σχέση με αυτά υγιών ανθρώπων.
Σχετικά με το πότε οι αριθμοί των CEC αρχίζουν να αυξάνονται σε ανιχνεύσιμα επίπεδα, το ευρύ παράθυρο είναι 2 εβδομάδες και ο Topol πιστεύει ότι είναι 1 εβδομάδα περίπου κατά μέσον όρο. Όταν υπάρχουν κύτταρα στο αίμα η καρδιακή προσβολή δεν πρόκειται να συμβεί τα επόμενα λεπτά, αλλά μετά από τουλάχιστον λίγες μέρες, δήλωσε.
Εκεί υπάρχει παράθυρο ευκαιρίας. Ο Topol δήλωσε ότι αν μπορούμε να εμποδίσουμε το θρόμβο μπορούμε να εμποδίσουμε την καρδιακή προσβολή. Σημειώνει ότι η εξέταση θα μπορούσε να είναι χρήσιμη στα επείγοντα περιστατικά όπου οι άνθρωποι εισάγονται με πόνο στο θώρακα αλλά ‘παραδοσιακές’ εξετάσεις φαίνονται φυσιολογικές.
Ωστόσο 2 ειδικοί δήλωσαν ότι είναι πολύ πρόωρο να πούμε αν το τεστ μπορεί να έχει καλύτερη απόδοση.
Τα ευρήματα δημοσιεύονται στο περιοδικό ‘Science Translational Medicine.’
Πηγές: ‘Science Translational Medicine', iatronet.gr