Επί δεκαετίες το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: τα διατροφικά συμπληρώματα μάς τροφοδοτούν με πολύτιμα θρεπτικά συστατικά που απουσιάζουν από το διαιτολόγιό μας, κυρίως αντιοξειδωτικά όπως οι βιταμίνες Α, C και Ε, που προστατεύουν τον οργανισμό από τις επιβλαβείς ελεύθερες ρίζες.
Επί δεκαετίες το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: τα διατροφικά συμπληρώματα μάς τροφοδοτούν με πολύτιμα θρεπτικά συστατικά που απουσιάζουν από το διαιτολόγιό μας, κυρίως αντιοξειδωτικά όπως οι βιταμίνες Α, C και Ε, που προστατεύουν τον οργανισμό από τις επιβλαβείς ελεύθερες ρίζες. Τα μόρια αυτά προέρχονται από το οξυγόνο και παράγονται από παράγοντες τόσο διαφορετικούς όσο η ρύπανση και η αναπνοή.
Οι ελεύθερες ρίζες έχουν συσχετιστεί με πλήθος ασθενειών, όπως οι καρδιαγγειακές, οι εκφυλιστικές (όπως το Αλτσχάιμερ), τα αυτοάνοσα νοσήματα, ο διαβήτης και ο καρκίνος.
Η λογική, λοιπόν, ήταν πως αφού οι ελεύθερες ρίζες μας βλάπτουν και οι αντιοξειδωτικές βιταμίνες τις εξουδετερώνουν, οι βιταμίνες μάς κάνουν καλό.
Όπως, όμως, αναφέρει η βρετανική εφημερίδα «Daily Mail», ολοένα περισσότεροι επιστήμονες αμφισβητούν την αξία τους και κάποιοι ισχυρίζονται ότι μπορεί και να μας βλάψουν – μάλιστα επικαλούνται επιστημονικές μελέτες, για να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό τους.
Η πιο πρόσφατη μελέτη για το θέμα δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο από επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια και δεν κατόρθωσε να βρει ενδείξεις ότι οι αντιοξειδωτικές βιταμίνες αποτρέπουν τον καρκίνο. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι οι ερευνητές, που εξέτασαν πολυάριθμες μελέτες οι οποίες αξιολογούσαν τη δράση των αντιοξειδωτικών (καθώς και του φυλλικού οξέος, του ασβεστίου και της βιταμίνης D), υποστήριξαν ότι σε μεγάλες δόσεις τα αντιοξειδωτικά (κυρίως η βήτα-καροτίνη, η βιταμίνη Ε και η βιταμίνης C) ενδέχεται να ευνοούν τον καρκίνο.
Αυτά δεν είναι μεμονωμένα ευρήματα, καθώς τις τελευταίες δεκαετίες αρκετές μελέτες κατέληξαν σε παραπλήσια συμπεράσματα. Μία από τις πρώτες ήταν το 1994 που συσχέτισε την καθημερινή λήψη 20 mg βήτα-καρωτίνης με αύξηση κατά 8% του κινδύνου θανάτου από καρκίνο του πνεύμονος.
Μία άλλη, του 2002, έδειξε πως οι μεγάλες δόσεις βιταμίνης C (1.000 mg) και Ε (800 Διεθνείς Μονάδες – IU) σχεδόν τριπλασιάζει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου των μετεμμηνοπαυσικών γυναικών. Το 2010, εξάλλου, επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι τα αντιοξειδωτικά συμπληρώματα (οι βιταμίνες Α, C, Ε και βήτα-καρωτίνη) ίσως αυξάνουν κατά 50% τον κίνδυνο καρκίνου της ουροδόχου κύστεως.
Και πέρυσι, μία αμερικανική μελέτη έδειξε πως τα συμπληρώματα βιταμίνης Ε (σε δόση πάνω από 150 IU), μπορεί να αυξάνουν κατά 17% τον κίνδυνο καρκίνου του προστάτη, με τον κίνδυνο θανάτου από αυτόν να αυξάνεται κατ’ αναλογίαν με την αύξηση της δόσης.
Νέο βιβλίο
Οι ανησυχίες για τις βιταμίνες συνοψίζονται σε ένα νέο βιβλίο, το οποίο τιτλοφορείται «The Health Delusion» (εκδ. Hay House) και κυκλοφόρησε στη Βρετανία στις 4 Ιουνίου. Το υπογράφουν ο φαρμακοποιός Aidan Goggins και ο Glen Matten – και οι δύο έχουν μάστερ στην Διατροφική Ιατρική, γράφει η «Daily Mail».
Οι δύο συγγραφείς ισχυρίζονται ότι «εκατομμύρια άνθρωποι παραπλανόνται» για να καταναλώνουν αντιοξειδωτικά, «πιστεύοντας ότι προάγουν την γενική υγεία και ευεξία, όταν στην πραγματικότητα «τα χάπια αυτά μπορεί να είναι ανθυγιεινά».
Είναι μία αιρετική άποψη, αλλά οι Goggins και Matten ισχυρίζονται ότι τα συμπληρώματα βασίζονται σε λανθασμένη κατανόηση του τρόπου δράσεων των αντιοξειδωτικών. Όπως γράφουν, οι αρχικές μελέτες που προσέλκυσαν το ενδιαφέρον για την αξία των αντιοξειδωτικών, βασίζονταν σε διαιτολόγια πλούσια στις φυσικές μορφές τους, δηλαδή κυρίως στα φρούτα και στα λαχανικά.
Την δεκαετία του ’50, ο αμερικανός επιστήμονας Ντέναμ Χάρμαν διατύπωσε την θεωρία των ελευθέρων ριζών που προαναφέρθηκε - και σε πειράματα με ποντίκια απέδειξε πως οι αναστολείς τους (τα αντιοξειδωτικά) παρατείνουν τη ζωή. Τις επόμενες δεκαετίες, εργαστηριακές μελέτες συσχέτισαν διαιτολόγια πλούσια σε αντιοξειδωτικά με μειωμένη συχνότητα καρδιοπάθειας, εγκεφαλικού και καρκίνου.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, η χρήση των αντιοξειδωτικών βιταμινών είχε εξαπλωθεί – και έκτοτε αυξάνεται διαρκώς.
Η βιομηχανία υποστήριξε το όλο θέμα με μελέτες που έδειχναν οι βιταμίνες σε χάπια είναι εξίσου αποτελεσματικές με τις βιταμίνες που καταναλώνονται στη φυσική τους μορφή. Ωστόσο, οι Goggins και Matten λένε πως εκείνες οι μελέτες ήταν «μελέτες παρατήρησης», δηλαδή κατέγραφαν τι συνέβαινε σε ομάδες ανθρώπων που έπαιρναν βιταμίνες.
Όταν όμως άρχισαν οι «μελέτες παρέμβασης», στις οποίες άλλοι εθελοντές έπαιρναν βιταμίνες και άλλοι όχι, τα αποτελέσματα δεν ήταν τόσο θεαματικά.
«Κλειδί» η δόση
«Όχι μόνο οι μελέτες παρέμβασης δεν έδειξαν θετική δράση της αντιοξειδωτικής υποκατάστασης, αλλά άρχισε να διαφαίνεται μια ανησυχητική τάση αυξημένων επιβλαβών επιδράσεων», γράφουν. «Οι οιωνοί δεν ήταν καλοί. Ο καρκίνος, η καρδιοπάθεια και η θνησιμότητα – αυτά από τα οποία τα αντιοξειδωτικά υποτίθεται ότι μας προστατεύουν – αυξάνονταν σε όσους λάμβαναν υποκατάστατα».
Επιπλέον, οι επιστήμονες άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι οι ελεύθερες ρίζες μπορεί να είναι σημαντικές για την υγεία, βοηθώντας το ανοσοποιητικό σύστημα να καταπολεμά τις λοιμώξεις και εμποδίζοντας την ανάπτυξη και προκαλώντας τον θάνατο των καρκινικών κυττάρων. «Είναι μια λεπτή ισορροπία», γράφουν οι Goggins και Matten. «Τόσο οι πολλές όσο και οι λίγες ελεύθερες ρίζες, δημιουργούν προβλήματα».
Οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν ακόμα ότι το πρόβλημα είναι η υπερδοσολογία. «Με τις υψηλές δόσεις, εξαντλείται ο οργανισμός και διαταράσσεται αυτή η εύθραυστη ισορροπία», γράφουν. Και φέρνουν ως παράδειγμα ότι μια διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά παρέχει περίπου 200 mg βιταμίνης C, ενώ σε μορφή δισκίων είναι πολύ συνηθισμένη η κατανάλωση 1.000 mg.
Σε μεγάλες δόσεις, εξάλλου, μερικές βιταμίνες μπορεί να εξουδετερώσουν τη δράση άλλων. Η βιταμίνη Ε, λ.χ., υπάρχει στη φύση σε πολλές μορφές, αλλά τα συμπληρώματα περιέχουν μόνο μία (την άλφα-τοκοφερόλη). Όταν, όμως, αυτή υπάρχει στο σώμα σε αυξημένες δόσεις, ο οργανισμός αποβάλλει τις υπόλοιπες μορφές της, με συνέπεια να τις στερείται και να καθίσταται ευάλωτος στη νόσηση σε κυτταρικό επίπεδο, γράφουν οι Goggins και Matten.
Άλλο οι πολυβιταμίνες
Οι δύο συγγραφείς λένε ότι δεν ισχύουν τα ίδια και για τις πολυβιταμίνες ή τα συμπληρώματα ιχνοστοιχείων. Ένα χάπι χαμηλών δόσεων, που παρέχει τις συνιστώμενες ημερήσιες δόσεις βιταμινών και ιχνοστοιχείων, είναι απίθανο να βλάψει, τονίζουν.
Και επισημαίνουν ότι έγκυοι και θηλάζουσες γυναίκες, οι χορτοφάγοι και όσοι τρώνε πραγματικά ανθυγιεινά, θα μπορούσαν να ωφεληθούν από μία πολυβιταμίνη την ημέρα. Και καταλήγουν: «Είναι παράλογη η άποψη ότι μπορούμε να αντικαταστήσουμε την συνέργια των εκατοντάδων συστατικών των τροφίμων με μεμονωμένα θρεπτικά συστατικά».
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ Weekend, ygeia.tanea.gr