Η μοναξιά μειώνει το προσδόκιμο επιβίωσης, σύμφωνα με δύο νέες αμερικανικές έρευνες, που δείχνουν ότι όσοι ζουν μόνοι τους, έχουν αυξημένες πιθανότητες να πεθάνουν από καρδιακά ή από άλλα αίτια.
Η μοναξιά μειώνει το προσδόκιμο επιβίωσης, σύμφωνα με δύο νέες αμερικανικές έρευνες, που δείχνουν ότι όσοι ζουν μόνοι τους, έχουν αυξημένες πιθανότητες να πεθάνουν από καρδιακά ή από άλλα αίτια.
Η πρώτη μελέτη διαπίστωσε ότι όσοι άνθρωποι ζουν μόνοι τους, είναι πιο πιθανό να πεθάνουν από καρδιαγγειακό πρόβλημα, ενώ η δεύτερη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα άτομα άνω των 60 ετών κινδυνεύουν περισσότερο από μία γενικότερη κατάπτωση των λειτουργιών και ικανοτήτων τους ή και από θάνατο, όταν είναι μόνοι τους ή αισθάνονται έτσι.
Και οι δύο έρευνες δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό έντυπο Archive of Internal Medicine.
Όπως τόνισε ο υπεύθυνος της πρώτης μελέτης Δρ Ντίπακ Μπλατ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Νοσοκομείου Brigham and Women's της Βοστόνης, «η μοναχική ζωή από μόνη της αποτελεί παράγοντα κινδύνου» και αυτό άσχετα με το αν κανείς ζει μόνος του γιατί το επέλεξε ή επειδή έχασε το σύντροφό του.
Όπως επεσήμανε, κάποιος μπορεί να νιώθει μοναξιά παρόλο που δεν ζει μόνος του ή, αντίθετα, μπορεί να ζει μόνος του, αλλά να μην νιώθει μοναξιά. Παρόλα αυτά, η ζωή χωρίς σύντροφο αφήνει το αρνητικό της αποτύπωμα στον οργανισμό.
Μία βασική αιτία για τις επιπτώσεις της μοναξιάς, κατά τους ερευνητές, είναι ότι επιφέρει κατάθλιψη σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και αυτό σημαίνει ότι ο μοναχικός άνθρωπος σταδιακά παύει να ενδιαφέρεται για την κατάσταση της υγείας τους. Ακριβώς για αυτό, κατά τον Δρ Μπλατ, οι γιατροί πρέπει να φροντίζουν να σχηματίζουν ένα πλήρες κοινωνικό ιστορικό του ασθενούς, ώστε να αξιολογούν καλύτερα τους παράγοντες κινδύνου, ανάλογα με την μοναξιά που ο καθένας βιώνει στην καθημερινή ζωή του.
Η μοναξιά σχετίζεται με θνησιμότητα κατά 14,1% από οποιαδήποτε αιτία μέσα σε διάστημα τετραετίας (έναντι 11,1% όσων δεν ζουν μόνοι τους) και με θνησιμότητα κατά 8,6% (έναντι 6,8%) ειδικά από καρδιαγγειακή αιτία.
Από άποψη ηλικίας, για τα μοναχικά άτομα 45 έως 65 ετών ο κίνδυνος θανάτου είναι 7,7% (έναντι 5,7%) και για τα άτομα 66 έως 80 ετών 13,2% (έναντι 12,3%), ενώ για τους άνω των 80 ετών δεν υπάρχει διαφορά στον κίνδυνο θανάτου μεταξύ μοναχικών και μη. Συνεπώς ο κίνδυνος είναι αναλογικά μεγαλύτερος στους μοναχικούς ανθρώπους μικρότερης ηλικίας.
Η δεύτερη έρευνα, με επικεφαλής τη Δρ Κάρλα Περισινότο τουΠανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μοναξιά σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου μέσα σε μία χρονική περίοδο εξαετίας, αλλά επίσης με λειτουργική έκπτωση του οργανισμού των μοναχικών ανθρώπων.
Οι ερευνητές, που μελέτησαν 1.600 άτομα με μέση ηλικία 71 ετών, εκ των οποίων το 43% ένιωθαν μοναξιά, βρήκαν ότι μέσα στην επόμενη εξαετία το 24,8% των μοναχικών (έναντι 12,5% των υπολοίπων) εμφάνισαν δυσκολίες στην εκτέλεση των καθημερινών δραστηριοτήτων τους, ενώ το 40,8% (έναντι 27,9%) δυσκολεύονταν να ανέβουν σκάλες.
Και οι δύο μελέτες από κοινού δείχνουν ότι η κοινωνική απομόνωση αυξάνει την καρδιαγγειακή θνησιμότητα, ιδίως σε άτομα που έχουν καρδιολογική προδιάθεση.
Σύμφωνα με προηγούμενες επιδημιολογικές έρευνες, η μοναξιά και η απομόνωση από τις κοινωνικές σχέσεις επιδρά στην ορμονική λειτουργία και δημιουργεί συναισθηματικό στρες.
ΠΗΓΗ: health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ