Άνθρωποι που υποφέρουν από άγχος, κατάθλιψη, αϋπνία ή άλλες μορφές ψυχικής δυσφορίας αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από εγκεφαλικό επεισόδιο, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Άνθρωποι που υποφέρουν από άγχος, κατάθλιψη, αϋπνία ή άλλες μορφές ψυχικής δυσφορίας αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από εγκεφαλικό επεισόδιο, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Ερευνητές από το University College London, ανακάλυψαν ότι η ψυχική δυσφορία επηρεάζει περίπου το 15 έως 20% του γενικού πληθυσμού. Προηγούμενες έρευνες συνέδεσαν τις παραπάνω ψυχικές καταστάσεις με στεφανιαία νόσο, αλλά δεν είχε ανακαλυφθεί σχέση με το εγκεφαλικό επεισόδιο και άλλες καρδιαγγειακές νόσους, δήλωσαν οι ερευνητές.
Οι ερευνητές εξέτασαν πληροφορίες έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε 68.652 ενήλικες. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν λευκοί, το 45% ήταν άντρες μέσης ηλικίας 55 ετών.
Σχεδόν 15% δήλωσαν ότι επηρεάζονταν από ψυχική δυσφορία, με πιο πολλές τις γυναίκες. Όσες ανέφεραν ψυχική δυσφορία έτειναν να είναι πιο νέες, καπνίστριες και να λαμβάνουν φάρμακα για υπέρταση. Επίσης είχαν χαμηλότερο εισόδημα.
Έχοντας παρακολουθήσει τους συμμετέχοντες για 8 χρόνια κατά μέσον όρο, οι ερευνητές ανακάλυψαν 2.367 θανάτους από ισχαιμικό καρδιακό επεισόδιο, εγκεφαλικό επεισόδιο και άλλα καρδιαγγειακά προβλήματα.
Ο Dr. Mark Hamer, δήλωσε ότι η ψυχική δυσφορία συνδεόταν με θάνατο από καρδιαγγειακή νόσο και η σχέση παρέμεινε σταθερή για συγκεκριμένη εικόνα νόσων περιλαμβανομένης της ισχαιμικής καρδιοπάθειας και της αγγειακής εγκεφαλικής νόσου. Πρόσθεσε, ότι παρατήρησε σχέση μεταξύ ψυχικής δυσφορίας και κινδύνου αγγειακής εγκεφαλικής νόσου στους συμμετέχοντες, οι οποίοι στην έναρξη δεν είχαν καρδιαγγειακή νόσο. Η σχέση ήταν παρόμοια σε μέγεθος με τη σύνδεση μεταξύ ψυχικής δυσφορίας και ισχαιμικής καρδιοπάθειας στην ίδια ομάδα.
Οι ερευνητές κατέληξαν ότι ερωτηματολόγια θα μπορούσαν να βοηθούν γιατρούς να εξετάζουν τους ασθενείς τους για κοινές ψυχικές νόσους, βήμα που θα μπορούσε να περιορίσει τον κίνδυνο θανάτου από καρδιοπάθεια και εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η έρευνα δημοσιεύεται στο περιοδικό ‘CMAJ.’
Πηγές: ‘CMAJ', iatronet.gr