Το να κάνει ένας άνθρωπος συνέχεια δίαιτα και μετά να ξαναπαίρνει τα χαμένα κιλά μπορεί να ολέθριο για το ηθικό του, αλλά τουλάχιστον δεν «χαλάει» μακροπρόθεσμα τον μεταβολισμό του...
Το να κάνει ένας άνθρωπος συνέχεια δίαιτα και μετά να ξαναπαίρνει τα χαμένα κιλά μπορεί να ολέθριο για το ηθικό του, αλλά τουλάχιστον δεν «χαλάει» μακροπρόθεσμα τον μεταβολισμό του, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.
Η είδηση καταρρίπτει μια ευρύτατα διαδεδομένη πεποίθηση, που θέλει τις αυξομειώσεις του σωματικού βάρους να καθιστούν τελικά ολοένα δυσκολότερη την απώλεια των περιττών κιλών.
Τη μελέτη εκπόνησαν ερευνητές από το Κέντρο Έρευνας του Καρκίνου Fred Hutchinson, στο Σιατλ, και είναι η πρώτη που δείχνει ότι οι «δίαιτες γιο-γιο» όπως αποκαλούνται δεν ασκούν αρνητικές επιδράσεις στην μελλοντική ικανότητα για αδυνάτισμα.
«Απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν υπάρχουν προγενέστερες μελέτες οι οποίες να εξέτασαν τις επιδράσεις των αυξομειώσεων του βάρους στην σύσταση του σώματος και στις μεταβολικές και ορμονικές αλλαγές που προκαλεί το να αλλάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα κάποιος τη δίαιτα και τις συνήθειές του όσον αφορά την άσκηση», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Αν ΜακΤίρναν.
Και πρόσθεσε: «Το ιστορικό αποτυχημένων προσπαθειών αδυνατίσματος δεν πρέπει να αποθαρρύνει ένα άτομο από τις μελλοντικές προσπάθειες να χάσει τα περιττά του κιλά, ούτε ακυρώνει τον ρόλο που παίζουν η υγιεινή διατροφή και η συστηματική φυσική δραστηριότητα στον επιτυχημένο έλεγχο του σωματικού βάρους».
Όπως γράφουν στην επιθεώρηση «Metabolism» η δρ ΜακΤίρναν και οι συνεργάτες της, στη μελέτη τους συμμετείχαν 439 υπέρβαρες και παχύσαρκες εθελόντριες, ηλικίας 50 έως 75 ετών, οι οποίες διήγαν καθιστική ζωή.
Οι ερευνητές τις χώρισαν σε τέσσερις ομάδες: η πρώτη έκανε μόνο δίαιτα, η δεύτερη έκανε μόνο γυμναστική (κυρίως περπάτημα), η τρίτη δίαιτα και γυμναστική και η τέταρτη (αυτή ήταν η ομάδα ελέγχου) δεν άλλαξε τίποτα στον τρόπο ζωής της.
Οι ερευνητές κατέγραψαν επίσης λεπτομερώς το ατομικό ιστορικό τους, διαπιστώνοντας ότι περίπου η μία στις πέντε είχε ιστορικό μεγάλων αυξομειώσεων του σωματικού βάρους, καθώς είχε χάσει πάνω από 10 κιλά τουλάχιστον τρεις φορές στη ζωή της.
Το 25% των εθελοντριών, εξάλλου, είχαν χάσει τουλάχιστον 5 κιλά τρεις ή περισσότερες φορές στη ζωή τους.
Οι εθελόντριες που είχαν χάσει τα περισσότερα κιλά, τις περισσότερες φορές στη ζωή τους, ζύγιζαν κατά μέσον όρο 10 κιλά περισσότερο από τις υπόλοιπες κατά την έναρξη της μελέτης.
Έπειτα από έναν χρόνο, όσες εθελόντριες έκαναν σκέτη δίαιτα ή δίαιτα σε συνδυασμό με γυμναστική είχαν χάσει κατά μέσον όρο το 10% του αρχικού σωματικού βάρους τους, που ήταν και ο στόχος του όλου προγράμματος.
Ωστόσο, δεν υπήρχε διαφορά στην ικανότητα απώλειας βάρους μεταξύ των εθελοντριών που είχαν ξαναχάσει βάρος κατά το παρελθόν και εκείνων που για πρώτη φορά στη ζωή τους έκαναν δίαιτα.
Επιπλέον, δεν υπήρξε διαφορά στον τρόπο με τον οποίο αδυνάτισαν όσες έκαναν δίαιτα ή δίαιτα και γυμναστική, καθώς όλες έχασαν εφάμιλλα ποσοστά σωματικού λίπους.
Εφάμιλλες αλλαγές λόγω του αδυνατίσματος παρατηρήθηκαν και σε δείκτες, όπως η αρτηριακή πίεση, η ευαισθησία στην ινσουλίνη και οι συγκεντρώσεις στο αίμα ορισμένων ορμονών, όπως η λεπτίνη που προκαλεί αίσθημα κορεσμού της πείνας και η αδιπονεκτίνη η οποία ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου.
Η δρ ΜακΤίρναν, η οποία είναι ερευνήτρια στον Τομέα της Πρόληψης του Καρκίνου στο Fred Hutchinsonκαι συνεργαζόμενη καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, εκτιμά πως τα νέα ευρήματα είναι σημαντικά διότι θα ενθαρρύνουν όσους έχουν περιττά κιλά να συνεχίσουν την προσπάθεια για αδυνάτισμα.
«Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι ένας στους τέσσερις έως ένας στους τρεις καρκίνους θα μπορούσε να αποφευχθεί με την διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους και έναν δραστήριο τρόπο ζωής», είπε.
Πηγή : Web Only, ygeia.tanea.gr