Η χορήγηση αντιρετροϊκών φαρμάκων σύντομα μετά τη μόλυνση με τον ιό HIV/AIDS μπορεί να επιβραδύνει τις βλάβες στο ανοσοποιητικό σύστημα και να καθυστερήσει την ανάγκη για μακροχρόνια θεραπεία...
Η χορήγηση αντιρετροϊκών φαρμάκων σύντομα μετά τη μόλυνση με τον ιό HIV/AIDS μπορεί να επιβραδύνει τις βλάβες στο ανοσοποιητικό σύστημα και να καθυστερήσει την ανάγκη για μακροχρόνια θεραπεία, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.
Οι ασθενείς συνήθως δεν αρχίζουν την αντιρετροϊκή θεραπεία παρά μόνον όταν το ανοσοποιητικό τους σύστημα έχει εξασθενήσει σημαντικά από τον ιό.
Ωστόσο ερευνητές από το Imperial College του Λονδίνου ανακάλυψαν ότι η λήψη των φαρμάκων όσο το δυνατόν νωρίτερα ασκεί μακροχρόνια προστατευτική δράση, διατηρώντας χαμηλό το ιϊκό φορτίο στο αίμα των ασθενών για χρονικό διάστημα έως και 65 εβδομάδες μετά τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής.
«Τα ευρήματα αυτά είναι ενθαρρυντικά και υποδηλώνουν ότι η χορήγηση αντιρετροϊκών φαρμάκων επί ένα έτος σύντομα μετά την μόλυνση με τον ιό HIV μπορεί να ωφελήσει το ανοσοποιητικό σύστημα και να συμβάλλει στον καλύτερο έλεγχο του ιού», δήλωσε η ερευνήτρια δρ Σάρα Φίντλερ, λέκτορας Λοιμωδών Νοσημάτων στο Τμήμα Ιατρικής του Imperial.
«Η θεραπεία μειώνει επίσης την ποσότητα του ιού στον οργανισμό για αρκετό καιρό έπειτα από τη διακοπή της αντιρετροϊκής θεραπείας. Αυτό μπορεί να είναι πολύ σημαντικό για την προστασία των ερωτικών συντρόφων των φορέων», πρόσθεσε.
Τ-λεμφοκύτταρα
Τα νέα ευρήματα προέρχονται από μελέτη με 366 φορέων του ιού HIV, οι οποίοι διαγνώσθηκαν μέσα σε έξι μήνες από τη μόλυνση.
Σε μερικούς από αυτούς χορηγήθηκαν αντιρετροϊκά εβδομάδα για 12 εβδομάδες μετά τη διάγνωση, σε άλλους για 48 εβδομάδες, ενώ στους υπόλοιπους η αντιρετροϊκή θεραπεία άρχισε όταν υπονομεύθηκε το ανοσοποιητικό τους σύστημα – όταν δηλαδή τα επίπεδα των CD4 λεμφοκυττάρων τους μειώθηκαν στα 350 κύτταρα ανά κυβικό χιλιοστόμετρο (mm3) αίματος.
Τα CD4 λεμφοκύτταρα (λέγονται και Τ4 κύτταρα ή Τ-βοηθητικά κύτταρα) είναι μια ομάδα κυττάρων του ανοσοποιητικού που οργανώνουν την άμυνα του οργανισμού εναντίον των επιθέσεων από μικροοργανισμούς, όπως τα βακτήρια, οι μύκητες και οι ιοί.
Ο HIV μολύνει τα CD4 κύτταρα, τα χρησιμοποιεί για να πολλαπλασιαστεί και τα καταστρέφει.
Στους υγιείς ενήλικές υπάρχουν 600 έως 1.200 CD4 λεμφοκύτταρα ανά mm3 αίματος.
65 εβδομάδες
Οι ερευνητές μέτρησαν τον χρόνο που χρειάσθηκε έως ότου τα επίπεδα των κυττάρων αυτών μειωθούν σε όλους τους εθελοντές κάτω από 350 λεμφοκύτταρα/mm3, όταν και άρχισε η δια βίου λήψη των αντιρετροϊκών φαρμάκων.
Κατά μέσον όρο, όσοι δεν είχαν αρχίσει θεραπεία αμέσως μετά τη διάγνωση, χρειάσθηκαν 157 εβδομάδες έως ότου αρχίσουν την δια βίου θεραπεία.
Όσοι είχαν πάρει τα φάρμακα για 12 εβδομάδες μετά τη διάγνωση, χρειάσθηκαν 184 εβδομάδες έως ότου αρχίσουν την δια βίου θεραπεία – μία καθυστέρηση της τάξεως των 27 εβδομάδων, η οποία όμως δεν θεωρείται σημαντική από τους ερευνητές.
Όσοι, όμως, είχαν πάρει τα φάρμακα για 48 εβδομάδες, χρειάσθηκαν 222 εβδομάδες έως ότου αρχίσουν την δια βίου θεραπεία – συνεπώς καθυστέρησε κατά 65 εβδομάδες η σημαντική υπονόμευση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Ωστόσο αυτό δεν ήταν το μοναδικό όφελος της άμεσης θεραπείας.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης, οι εθελοντές που είχαν πάρει επί 48 εβδομάδες την πρώτη αντιρετροϊκή αγωγή είχαν υψηλότερα επίπεδα CD4 λεμφοκυττάρων απ’ ό,τι οι υπόλοιποι, γεγονός που υποδηλώνει ότι το ανοσοποιητικό τους είχε υποστεί λιγότερες βλάβες από τον ιό.
Επιπλέον, η πρώιμη θεραπεία δεν φάνηκε να προκαλεί ανθεκτικότητα του ιού στα φάρμακα ούτε συσχετίσθηκε με τυχόν απρόσμενους θανάτους ή βλάβες στο ανοσοποιητικό.
Ο επικεφαλής ερευνητής δρ Τζόναθαν Ουέμπερ, καθηγητής Λοιμωδών Νοσημάτων στο Imperial, δήλωσε πως τα νέα ευρήματα υποδηλώνουν πόσο σημαντική είναι η έγκαιρη διάγνωση της HIV/AIDS λοίμωξης, διότι παρέχει τη δυνατότητα της καλύτερης αντιμετώπισής της.
Η νέα μελέτη, που δημοσιεύεται στην «Ιατρική Επιθεώρηση της Νέας Αγγλίας» (NEJM), είναι η μεγαλύτερη έως σήμερα που εξετάζει τα αποτελέσματα της αντιρετροϊκής θεραπείας σε ανθρώπους με πρόσφατη HIV λοίμωξη.
Πηγή : Web Only, ygeia.tanea.gr