Δυο πλευρές τελειομανίας εμπλέκονται στη δυσαρέσκεια με το σώμα και την εμφάνιση διατροφικών διαταραχών, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύεται στο περιοδικό ‘Journal of Eating Disorders’...
Δυο πλευρές τελειομανίας εμπλέκονται στη δυσαρέσκεια με το σώμα και την εμφάνιση διατροφικών διαταραχών, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύεται στο περιοδικό ‘Journal of Eating Disorders’. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε περισσότερες από 1.000 γυναίκες. Τα δυο είδη είναι η τελειομανία που αφορά υψηλούς στόχους όσον αφορά την εικόνα σώματος και αυτή που ανησυχεί για λάθη και τη γνώμη των άλλων ανθρώπων.
Το εύρημα υποδεικνύει ότι και τα 2 είδη εμπλέκονται σε αυξημένες ανησυχίες για την εικόνα σώματος που με τη σειρά της θέτει τους ανθρώπους σε κίνδυνο εμφάνισης διατροφικής διαταραχής.
Περισσότερες από 1.000 γυναίκες έλαβαν μέρος στην έρευνα. Η ηλικία τους κυμαινόταν από 28 έως 40 ετών. Το σωματικό τους βάρος κυμαινόταν από μικρότερο του φυσιολογικού έως πολύ παχύσαρκες και όσο πιο πολύ απείχαν από τον υγιή ΔΜΣ τόσο μεγαλύτερη ήταν η διαφορά μεταξύ της τρέχουσας και της ιδεατής εικόνας σώματος.
Ενώ η τελειομανία αναγνωρίζεται ως σημαντικός παράγοντας στις διατροφικές διαταραχές ο ακριβής ρόλος της στην εικόνα σώματος όπως την εκλαμβάνει κάποιος είναι δύσκολο να καθοριστεί. ΟΙ Tracey Wade και Marika Tiggemann, από το Flinders University, ανακάλυψαν ότι γυναίκες που επιθυμούσαν το χαμηλότερο ΔΜΣ και το μικρότερο σωματικό μέγεθος έτειναν να ανησυχούν περισσότερο για τυχόν λάθη και ανησυχούσαν περισσότερο για την οργάνωση ενώ είχαν υψηλότερη αυτοαμφισβήτηση σε σχέση με τους υπόλοιπους.
Η Tracey Wade, εξήγησε ότι ενώ κάποιου βαθμού τελειομανία είναι φυσιολογική και αναγκαία, σε ένα σημείο γίνεται μη βοηθητική και φαύλος κύκλος. ‘Η γνώση ότι η τελειομανία κάθε είδους αποτελεί παράγοντα κινδύνου για διατροφικές διαταραχές υποδεικνύει ότι θα πρέπει να απορρίψουμε τις προσεγγίσεις ‘όλα ή τίποτα’ με τους πελάτες, καθώς και να τους βοηθούμε να μην επενδύουν τόσο στο να καθορίζουν την αξία τους με όρους την ικανότητα να πετύχουν υψηλούς στόχους’, σημειώνουν οι ερευνητές.
Πηγές: ‘Journal of Eating Disorders’, iatronet.gr