Νέα έρευνα υποδεικνύει ότι τα πρωτότοκα παιδιά μπορεί ενδεχομένως να έχουν περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη 2 και καρδιολογικών προβλημάτων...
Νέα έρευνα υποδεικνύει ότι τα πρωτότοκα παιδιά μπορεί ενδεχομένως να έχουν περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη 2 και καρδιολογικών προβλημάτων.
Ερευνητές εξέτασαν 85 υγιή παιδιά μεταξύ 4 και 11 ετών καταγράφοντας πληροφορίες, όπως το ύψος, το βάρος και το προφίλ αίματος, από εξετάσεις, καθώς μέσω εξετάσεων για σάκχαρο. 32 από τα παιδιά ήταν πρωτότοκα.
Η έρευνα ανακάλυψε κατά μέσον όρο 21% πτώση στην ευαισθησία ινσουλίνης σε πρωτότοκους σε σύγκριση με άλλα παιδιά. Οι πρωτότοκοι επίσης είχαν αρτηριακή πίεση υψηλότερη κατά 4 mmHg, κατά μέσον όρο, σε σχέση με παιδιά που δεν ήταν πρωτότοκα.
Οι ερευνητές κατέληξαν ότι το εύρημα μπορεί ενδεχομένως να έχει σημαντική εφαρμογή στη δημόσια υγεία δεδομένης της τάσης για μικρότερες οικογένειες.
Η έρευνα που δημοσιεύεται στο περιοδικό 'Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism', ήταν έρευνα παρατήρησης και δεν μετρούσε αιτιατή σχέση.
Ο Dr. Wayne Cutfield, του University of Auckland, στη Νέα Ζηλανδία, δήλωσε ότι αν και η σειρά γέννησης δεν αποτελεί, μόνη, προγνωστικό παράγοντα για μεταβολική ή καρδιαγγειακή νόσο, το να είναι κάποιος πρωτότοκος μπορεί να συμβάλλει στο συνολικό κίνδυνο που αντιμετωπίζει.
Επίπεδα λιπιδίων δεν επηρεάζονταν από τη σειρά γέννησης. Επίσης, τα πρωτότοκα φάνηκε να είναι περίπου 3 εκατοστά ψηλότερα και πιο αδύνατα.
Οι ερευνητές δεν είναι σίγουροι για την αιτία, αλλά εικάζουν ότι σωματικές αλλαγές που συμβαίνουν στη μήτρα μιας γυναίκας μεταξύ των τοκετών μπορεί να δώσει στοιχεία.
Στις επόμενες κυήσεις, θρεπτικές ουσίες τείνουν να ρέουν καλύτερα στο έμβρυο, γεγονός που μπορεί να εξηγεί τις μεταβολικές διαφορές.
Δεν πείστηκαν όλοι οι ειδικοί για την ύπαρξη σχέσης.
Η ενδοκρινολόγος Tamara Wexler, δήλωσε ότι δεν υπάρχει ισχυρή σχέση μεταξύ ευαισθησίας στην ινσουλίνη σε έναν 8χρονο και έναν ενήλικα 40 ετών. Οι ερευνητές δεν το συσχετίζουν με την παιδική παχυσαρκία και τον παιδικό διαβήτη, πρόσθεσε.
Πηγές: 'Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism', iatronet.gr