Πολλά συνθετικά χημικά που υπάρχουν σε κάθε σπίτι μπορεί να προκαλούν καρκίνο του μαστού, άσθμα, υπογονιμότητα και γενετικές ανωμαλίες, προειδοποιεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).
Πολλά συνθετικά χημικά που υπάρχουν σε κάθε σπίτι μπορεί να προκαλούν καρκίνο του μαστού, άσθμα, υπογονιμότητα και γενετικές ανωμαλίες, προειδοποιεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).
Σε νέα έκθεσή του, που έδωσε χθες στη δημοσιότητα από κοινού με το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), προειδοποιεί ότι τα χημικά αυτά, που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ευρέως διαδεδομένων αντικειμένων – από τα παιχνίδια έως τις πιστωτικές κάρτες – μπορεί να διαταράσσουν το ορμονικό σύστημα, οδηγώντας σε πλήθος δεινών.
«Χρειαζόμαστε επειγόντως περισσότερες έρευνες για να αποκομίσουμε μία πιο πλήρη εικόνα για τις επιπτώσεις που έχουν στην υγεία και στο περιβάλλον οι ενδοκρινικοί διαταράκτες», δήλωσε η δρ Μαρία Νέιρα, διευθύντρια του τομέος Δημοσίας Υγείας & Περιβάλλοντος του ΠΟΥ.
Όπως εξηγεί ο Οργανισμός σε σχετική ανακοίνωσή του, η ομαλή λειτουργία του ενδοκρινικού (ορμονικού) συστήματος είναι απαραίτητη για τη ρύθμιση των ορμονών οι οποίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στον μεταβολισμό, την ανάπτυξη του οργανισμού, την αναπαραγωγή, τον ύπνο και την ψυχική διάθεση.
Οι ενδοκρινικοί διαταράκτες (EDCs) είναι ουσίες οι οποίες – όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους – διαταράσσουν το ενδοκρινικό σύστημα, με συνέπεια να υπονομεύουν την υγεία. Οι περισσότεροι από τους διαταράκτες είναι συνθετικά παραγόμενοι, και υπάρχουν στα πάντα – από τα ζιζανιοκτόνα και τα ηλεκτρονικά, έως τα προϊόντα προσωπικής υγιεινής, τα καλλυντικά, στις συσκευασίες των τροφίμων ή ακόμα και μέσα στα ίδια τα τρόφιμα.
Η νέα έκθεση, η οποία αποτελεί την πλέον εμπεριστατωμένη που έχει συνταχθεί έως σήμερα, συσχετίζει ορισμένους ενδοκρινικούς διαταράκτες με προβλήματα υγείας, όπως η κρυψορχία στα αγόρια, ο καρκίνος του μαστού, ο καρκίνος του προστάτη, τα αναπτυξιακά νευρολογικά προβλήματα, το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας στα παιδιά και ο καρκίνος του θυρεοειδούς.
«Είναι εκατοντάδες»
Σύμφωνα με την έκθεση, οι ενδοκρινικοί διαταράκτες εισέρχονται στο περιβάλλον κυρίως μέσω των βιομηχανικών και αστικών αποβλήτων, της αγροτικής απορροής και της απόρριψης και καύσης των απορριμμάτων.
Ο άνθρωπος εκτίθεται σε αυτούς μέσω της κατανάλωσης τροφής, νερού ή και σκόνης ακόμα, μέσω της εισπνοής αερίων και μορίων, καθώς και μέσω της επαφής με το δέρμα.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της εκθέσεως, η οποία τιτλοφορείται «State of the Science of Endocrine-Disrupting Chemicals», είναι «εύλογες οι υπόνοιες» ότι μία ομάδα χημικών ουσιών που λέγονται φθαλικές ενώσεις βλάπτουν τη γονιμότητα των γυναικών και σχετίζονται με αυξανόμενα ποσοστά νόσων της παιδικής ηλικίας, συμπεριλαμβανομένης της λευχαιμίας.
Ύποπτη είναι επίσης η δισφαινόλη Α, η οποία υπάρχει σε πλήθος αντικειμένων καθημερινής χρήσης, όπως οι συσκευασίες των τροφίμων και τα γυαλιά ηλίου.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτά τα ύποπτα χημικά. Στην πραγματικότητα, οι συντάκτες της νέας εκθέσεως λένε πως άνθρωποι και ζώα εκτίθενται σε εκατοντάδες χημικά, πολλά από τα οποία δεν έχουν ακόμα καν αναγνωριστεί και κατά συνέπεια δεν έχουν μελετηθεί.
Ο ΠΟΥ διευκρινίζει πως ακόμα δεν είναι σίγουρο ότι όλ’ αυτά τα χημικά αποτελούν και την αιτία των ασθενειών, αλλά σε μερικές περιπτώσεις «τα στοιχεία είναι πολύ ισχυρά».
Όπως λέει, υπάρχουν «πολύ ισχυρές ενδείξεις» από πειράματα σε ζώα ότι πολλά χημικά μπορεί να επηρεάσουν τις ορμόνες του θυρεοειδούς, γεγονός που ενδέχεται να επιφέρει βλάβες στον εγκέφαλο, μειωμένη ευφυΐα, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας και αυτισμό.
Υπάρχουν, εξάλλου, «σημαντικές ενδείξεις» ότι ο καρκίνος του προστάτη σχετίζεται με φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται στη γεωργία, ενώ η έκθεση σε αυτά κατά την εγκυμοσύνη σχετίζεται με αύξηση του σωματικού βάρους των νηπίων και των παιδιών, και ενδεχομένως με τον καρκίνο του μαστού.
Από το άσθμα στον διαβήτη
Η έκθεση γράφει: «Στα διάφορα συστήματα που επηρεάζονται από τους χημικούς ενδοκρινικούς διαταράκτες, πιθανότατα συμπεριλαμβάνονται όλα τα ορμονικά, συμπεριλαμβανομένων όσων ελέγχουν την ανάπτυξη και λειτουργία των οργάνων αναπαραγωγής και των οργάνων που ρυθμίζουν τον μεταβολισμό και τον κορεσμό της πείνας.
"Οι επιδράσεις σε αυτά τα συστήματα μπορεί να οδηγήσουν στην παχυσαρκία, στη στειρότητα ή την υπογονιμότητα, τις μαθησιακές δυσκολίες, τις διαταραχές μνήμης, τον σακχαρώδη διαβήτη και τα καρδιαγγειακά νοσήματα, καθώς και σε πολλές άλλες νόσους".
Επιπλέον, η επίδρασή τους στην ανάπτυξη των ιστών και των οργάνων σημαίνει ότι «τα αγέννητα μωρά και τα μικρά παιδιά μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευάλωτα» σε αυτήν.
Η έκθεση τονίζει επίσης ότι η αύξηση σε ορισμένα νοσήματα είναι υπερβολικά γρήγορη για να μπορεί να αποδοθεί μόνο στα γονίδια.
«Η συχνότητα του άσθματος στα παιδιά έχει υπερδιπλασιασθεί την τελευταία 20ετία και αποτελεί πλέον την κύρια αιτία νοσηλείας και απουσίας από το σχολείο των παιδιών», λέει.
«Ορισμένες γενετικές ανωμαλίες, όπως αυτές των ανδρικών αναπαραγωγικών οργάνων, επίσης αυξάνονται – το ίδιο και η επίπτωση της λευχαιμίας και του καρκίνου του εγκεφάλου στα παιδιά, αλλά και του καρκίνου των όρχεων στους νέους. Αυτές είναι στατιστικές που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης – και προφανώς κάπου οφείλονται».
Άλλαξαν τα δεδομένα
Σε ανάλογη έκθεσή του που είχε δημοσιεύσει προς δεκαετίας, ο ΠΟΥ έλεγε ότι υπήρχαν μόνο «αδύναμες ενδείξεις» ότι οι ενδοκρινικοί διαταράκτες βλάπτουν την υγεία. Στο μεσοδιάστημα, όμως, δημοσιεύθηκαν πολλές νέες έρευνες, που άλλαξαν τα δεδομένα.
Ο ΠΟΥ ξεκαθαρίζει ότι υπάρχει ενδεχόμενο να απαγορευθεί ή να περιορισθεί η χρήση των χημικών αυτών, αλλά αυτό είναι πρόωρο για να λεχθεί από τώρα.
Την νέα έκθεση συνέταξε διεθνής ομάδα επιστημόνων, η οποία χρειάσθηκε δύο χρόνια για να συλλέξει και να αξιολογήσει όλα τα επιστημονικά ευρήματα επί του θέματος.
«Τα χημικά προϊόντα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της σύγχρονης ζωής και στηρίζουν πολλές εθνικές οικονομίες, αλλά η απερίσκεπτη διαχείρισή τους υπονομεύει την ανάπτυξη για όλους», δήλωσε ο κ. Αχίμ Στάινερ, αναπληρωτής γενικός γραμματέας του ΟΗΕ και διευθυντής του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP).
«Η επένδυση σε νέες μεθόδους ελέγχου και στην έρευνα μπορεί να αυξήσει τις γνώσεις για το κόστος της έκθεσης στους ενδοκρινικούς διεγέρτες και να συμβάλλει στημείωση των κινδύνων, αυξάνοντας στο μέγιστο τα οφέλη και παρέχοντας ευφυέστερες εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες θα αντανακλούν την μετάβαση σε μία πιο φιλική προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο οικονομία», πρόσθεσε.
Πηγή : Web Only