H επιθυμία να ζει κάποιος δραστήρια ή καθιστικά είναι έως έναν βαθμό κληρονομούμενη, γράφει η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς».
Οταν είχαν συγκρίνει τις συνήθειες άσκησης μεταξύ των μελών οικογενειών και ιδίως μεταξύ διδύμων, είχαν ανακαλύψει ότι οι στενοί συγγενείς τείνουν να γυμνάζονται με παρόμοιο τρόπο (δηλαδή εξίσου λίγο ή πολύ), ακόμα και αν έχουν μεγαλώσει σε διαφορετικό περιβάλλον.
Το εύρημα αυτό υποδηλώνει ότι η επιθυμία να ζει κάποιος δραστήρια ή καθιστικά είναι έως έναν βαθμό κληρονομούμενη, γράφει η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς».
Ωστόσο ήταν δύσκολο να καθοριστεί ο βαθμός επιρροής των γονιδίων στην προθυμία για γυμναστική αλλά και ο εντοπισμός των υπαίτιων γονιδίων, αφενός διότι ο αριθμός των προς μελέτη διδύμων είναι περιοριστικός παράγοντας, αφετέρου γιατί δεν είναι εύκολο να διαχωριστούν οι επιδράσεις της ανατροφής από εκείνες των γονιδίων.
Ετσι, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Μισούρι αποφάσισαν να δημιουργήσουν τους δικούς τους δεινούς δρομείς και αντίστοιχα τους δικούς τους απόλυτα καθιστικούς τύπους.
Αρχισαν τη μελέτη τους στο εργαστήριο με συνηθισμένους αρσενικούς και θηλυκούς αρουραίους, που γενικώς έχουν την τάση να καλοδέχονται κάθε ευκαιρία για τρέξιμο, αν και υπάρχουν μεγάλες διαφορές στη διάρκεια του τρεξίματος του καθενός.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν τα ζώα επί έξι ημέρες, παρέχοντάς τους αλλεπάλληλες ευκαιρίες για τρέξιμο. Στη συνέχεια, ζευγάρωσαν αναμεταξύ τους εκείνους που έτρεχαν περισσότερο και αντίστοιχα εκείνους που έτρεχαν λιγότερο. Η διασταύρωση αυτή επαναλήφθηκε και στις δύο ομάδες για δέκα γενιές, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια ομάδα… σούπερ δρομέων και μια ομάδα σούπερ καθιστικών αρουραίων (οι σούπερ δρομείς έτρεχαν δέκα φορές περισσότερο απ’ ό,τι οι σούπερ καθιστικοί).
Στη συνέχεια, οι ερευνητές συνέκριναν το σώμα, τον εγκέφαλο και το DNA των ζώων για να εντοπίσουν τι ήταν αυτό που τους έκανε τόσο διαφορετικούς στο θέμα της άσκησης.
Το πρώτο εύρημα ήταν πως οι καθιστικοί αρουραίοι ναι μεν ήταν λίγο πιο χοντροί από τους δραστήριους, αλλά η σύσταση του σώματός τους (δηλαδή το ποσοστό των μυών έναντι του ποσοστού σωματικού λίπους) ήταν παρόμοια. Επιπλέον, και οι δύο ομάδες είχαν εξίσου υγιείς μυς και όρεξη.
Συνεπώς, οι διαφορές στην επιθυμία για άσκηση δεν μπορούσαν να αποδοθούν σε διαφορετικά σωματικά χαρακτηριστικά.
Ετσι οι ερευνητές αποφάσισαν να διερευνήσουν γιατί άρεσε στους μισούς αρουραίους να τρέχουν και στους άλλους μισούς να κάθονται. Οι προτιμήσεις μας έχουν άρρηκτη σχέση με το πόσο απολαμβάνουμε κάτι που κάνουμε – και αυτό έχει να κάνει με την εγκεφαλική λειτουργία και τα γονίδια.
Οι ερευνητές συνέκριναν τη δραστηριότητα χιλιάδων γονιδίων σε ένα συγκεκριμένο τμήμα του εγκεφάλου που ρυθμίζει την έκλυση χημικών ουσιών της ευχαρίστησης, εντοπίζοντας δεκάδες γονίδια τα οποία ήταν διαφορετικά ανάμεσα στις δύο ομάδες.
Με άλλα λόγια, η επιθυμία των ζώων να τρέχουν ή να κάθονται καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τα γονίδιά τους.
Η ακριβής αξία του ευρήματος αυτού για τους ανθρώπους παραμένει ασαφής, αλλά «σαφώς υποδηλώνει πως πιθανότατα υπάρχει γενετικό στοιχείο στην προθυμία για άσκηση και στους ανθρώπους», λέει ο δρ Φρανκ Μπουθ, καθηγητής Φυσιολογίας στο πανεπιστήμιο και επιβλέπων της μελέτης.
Το αν αυτό το γενετικό στοιχείο είναι το ίδιο με εκείνο των αρουραίων μένει να εξακριβωθεί από μελέτες σε ανθρώπους. Σε κάθε περίπτωση, ο δρ Μπουθ εκτιμά ότι μια μέρα οι επιστήμονες θα επινοήσουν ένα γενετικό τεστ το οποίο θα μπορεί με ακρίβεια να μας ενημερώνει εάν είμαστε γενετικά προδιατεθειμένοι να είμαστε σωματικά ράθυμοι ή… αθληταράδες.
Σε κάθε περίπτωση, η προδιάθεση αυτή δεν θα είναι καταδίκη, σπεύδει να διευκρινίσει. «Τα ευρήματα της μελέτης σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν δικαιολογία για να μη γυμνάζεται κάποιος. Σε τελική ανάλυση, ακόμα κι αν η φύση ενός ανθρώπου είναι να κάθεται με τις ώρες σε έναν καναπέ, μπορεί πάντοτε να επιλέξει να σηκωθεί πάνω και να πάει για περπάτημα», λέει.
Πηγή: real.gr