6 +1 διατροφικοί "μύθοι" του καλοκαιριού
1. Η ζέστη του καλοκαιριού «κόβει» την όρεξη.
Ο οργανισμός αντιμετωπίζει τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού, αποβάλλοντας νερό μέσω της εφίδρωσης. Κατά τη διάρκεια της πέψης αμέσως μετά από κάθε γεύμα, στο εσωτερικό του οργανισμού παράγεται επιπλέον θερμότητα, με αποτέλεσμα ο οργανισμός να προσαρμόζεται με μεγαλύτερη δυσκολία σε αυτές τις θερμοκρασίες. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπορούμε να καταναλώσουμε μεγάλη ποσότητα τροφής κατά τις μεσημεριανές ώρες. Η προσαρμογή στις κλιματικές συνθήκες της εποχής είναι άσχετη με το αίσθημα της όρεξης. Το αίσθημα της πείνας λειτουργεί κανονικά, απλά δεν έχουμε ως πρώτη προτεραιότητα τα γεύματά μας.
2. Το καλοκαίρι επιβάλλεται να τρώμε μόνο βράδυ.
Είναι αλήθεια ότι το καλοκαίρι προτιμούμε να τρώμε βράδυ, επειδή δεν έχει τόση ζέστη, όση το μεσημέρι, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αποφεύγουμε να τρώμε όλη την ημέρα και το βράδυ να τρώμε τρία γεύματα μαζί. Σε αυτήν την περίπτωση το φορτίο στο πεπτικό σύστημα είναι βαρύ και δεν διευκολύνεται η πέψη μας, προκαλώντας έτσι χειρότερη δυσφορία. Αποτέλεσμα η ποιότητα του ύπνου χειροτερεύει, ενώ έχουμε την τάση να τρώμε πολύ περισσότερο φαγητό. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας που πρέπει να τρώμε. Πραγματικός σύμμαχος σε αυτό αποτελεί το αίσθημα της πείνας που μπορεί να μας ειδοποιήσει πότε ακριβώς πρέπει να φάμε.
3. Το καλοκαίρι πρέπει να καταναλώνουμε περισσότερο αλάτι.
Η σύσταση είναι να καταναλώνουμε το καλοκαίρι τα φαγητά ελαφρώς αλατισμένα, επειδή το αλάτι συμβάλλει στην κατακράτηση υγρών, άρα στην μικρότερη απώλειά τους λόγω ζέστης. Ωστόσο, οι περισσότεροι από εμάς τρώμε άφθονο αλάτι με το φαγητό μας όλο τον χρόνο. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι δεν πρέπει να προσθέτουμε περισσότερο αλάτι το καλοκαίρι, αλλά μάλλον να τρώμε λιγότερο αλάτι τον χειμώνα! Οι διατροφικές οδηγίες, άλλωστε, συνιστούν κατανάλωση 5 - 6 γραμμαρίων αλατιού καθημερινά (ποσότητα που αντιστοιχεί περίπου σε ένα γεμάτο κουταλάκι του γλυκού), ενώ στην καθημερινότητα η ποσότητα αυτή ξεπερνά τα 10 γραμμάρια κατά μέσον όρο. Ειδικά όσοι έχουν υψηλή αρτηριακή πίεση, πρέπει να τρώνε 3 γραμμάρια αλάτι την ημέρα. Συνεπώς οι αυξημένες θερμοκρασίες του καλοκαιριού δεν μπορούν αν λειτουργούν ως δικαιολογία για την κατάχρηση αλατιού.
4. Το φαγητό μπορεί να μείνει εκτός ψυγείου, αν πρόκειται να το φάμε την ίδια μέρα.
Ιδιαίτερα το καλοκαίρι, η υγρασία και οι υψηλές θερμοκρασίες ευνοούν την ανάπτυξη μικροβίων. Επομένως, το μαγειρεμένο φαγητό, εφόσον έρθει σε θερμοκρασία δωματίου, πρέπει να συντηρείται στο ψυγείο, αλλιώς ελλοχεύει ο κίνδυνος να αναπτυχθούν παθογόνα μικρόβια σε αυτό (να «χαλάσει» όπως λέμε) και να προκληθούν γαστρεντερικά προβλήματα. Συνεπώς, ό,τι περισσεύει το μεσημέρι από το φαγητό, πρέπει να μπαίνει σύντομα μετά το μαγείρεμα στο ψυγείο.
5. Τα καλοκαιρινά φρούτα παχαίνουν, λόγω… περισσότερης ζάχαρης.
Οι περισσότεροι τρέφουν την αντίληψη πως τα φρούτα του καλοκαιριού είναι πιο ελκυστικά άρα και πιο «αμαρτωλά». Στην πραγματικότητα, μία μερίδα οποιουδήποτε φρούτου περιλαμβάνει 15 γραμμάρια σακχάρων ανά 80 γραμμάρια καρπού. Αυτό σημαίνει πως η αμαρτία δεν κρύβεται ούτε στους υδατάνθρακες-σάκχαρα, ούτε στην ελκυστική γεύση, αλλά στην ποσότητα που συνηθίζουμε να τα καταναλώνουμε. Οι συστάσεις ορίζουν την κατανάλωση φρούτων σε 3 – 6 φρούτα την ημέρα, ανάλογα με τις ενεργειακές ανάγκες του καθενός, όπου μία μερίδα φρούτου αντιστοιχεί σε μία φέτα καρπούζι ή πεπόνι, 2 βερίκοκα, ένα ροδάκινο ή 8-10 κεράσια ή σταφύλια.
6. Το παγωτό όταν λιώνει, χαλά και πρέπει να το αποφεύγουμε.
Το παγωτό συντηρείται σε θερμοκρασίες ψύξης και πρέπει να καταλώνεται σύντομα αφού βγει από την κατάψυξη, ώστε να μην αναπτύσσονται μικρόβια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εάν λιώσει δεν τρώγεται, απλά πρέπει εφόσον λιώσει να καταναλωθεί όλο και να μην επιστρέψει σε κατάσταση ψύξης, διότι τότε αυξάνεται ο κίνδυνος να «χαλάσει». Γι’ αυτό συνιστάται να ελέγχονται τα παγωτά για να εντοπίζονται τυχόν κρύσταλλοι (αποτελούν ένδειξη ότι έχουν αποψυχθεί και επαναψυχθεί). Εξίσου σημαντικό είναι τα ψυγεία πωλήσεως των παγωτών να βρίσκονται σε σκιερό μέρος και όχι εκτεθειμένα στον ήλιο.
+1. Το κολύμπι αμέσως μετά το φαγητό, οδηγεί στον πάτο της θάλασσας.
Η διαδικασία της πέψης απαιτεί να μεταφερθεί μεγάλη ποσότητα αίματος στο πεπτικό σύστημα και άρα να λείψει από τα άλλα όργανα του σώματος. Γι’ αυτό όταν καταναλώσουμε μεγάλη ποσότητα φαγητού νιώθουμε υπνηλία (δεν αιματώνεται καλά ο εγκέφαλος).
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εάν φάμε ένα ελαφρύ γεύμα ή ένα σάντουιτς δεν μπορούμε να δροσιστούμε στην θάλασσα. Απλά δεν πρέπει να κολυμπήσουμε στα βαθιά και πολύ έντονα, εφόσον η ελλιπής αιμάτωση των μυών μας μπορεί να προκαλέσει κράμπες και μούδιασμα ή σε περίπτωση που υπερκαταναλώσουμε φαγητό, δεν μπορούμε να πάρουμε τις κατάλληλες αναπνοές, ούτε η καρδιά μας μπορεί να αντλήσει αρκετό αίμα, ώστε να ικανοποιήσει τις ανάγκες και της πέψης και της κολύμβησης. Από αυτήν την διαπίστωση όμως, μέχρι να αποφεύγουμε την οποιαδήποτε επαφή με το νερό μετά το φαγητό, επειδή «θα πάθουμε έμφραγμα», υπάρχει μεγάλη απόσταση, η απόσταση της λογικής από την υπερβολή, που πολλές φορές χαρακτηρίζει τους καλοκαιρινούς μύθους.
nutrimed.gr
Ρίσβας Γρηγόρης, PhD