Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη όταν λαμβάνονται σε υψηλή δοσολογία αυξάνουν τον κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου ή καρδιακής ανεπάρκειας αλλά σε χαμηλό ποσοστό αρρώστων.
Οπως είναι γνωστό, τα παυσίπονα είναι φάρμακα τα οποία διώχνουν τον πόνο και ανακουφίζουν κάθε άνθρωπο που υποφέρει. Στην κατηγορία αυτή των φαρμάκων, που αρχίζουν από την ασπιρίνη και καταλήγουν στη μορφίνη, κατατάσσονται δεκάδες φάρμακα.
Κατά σύμπτωση, τόσο η ασπιρίνη όσο και η μορφίνη είναι φάρμακα που όχι μόνο δεν βλάπτουν, αλλά ωφελούν τον καρδιοπαθή. Κλασικά, η ασπιρίνη με την ιδιότητά της να μην επιτρέπει να συγκολλώνται τα αιμοπετάλια και να σχηματίζουν θρόμβους προφυλάσσει τον καρδιοπαθή από το έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Την ίδια ωφελιμιστική δράση έχει και η μορφίνη, η οποία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στον άρρωστο με οξύ πνευμονικό οίδημα.
Υπάρχει όμως μια ειδική κατηγορία παυσίπονων φαρμάκων, τα οποία δεν απαλύνουν μόνο τον πόνο αλλά έχουν και ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση, όπως είναι τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται από τους αρρώστους που πάσχουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα, οστεοαρθρίτιδες και γενικά σοβαρές φλεγμονώδεις καταστάσεις.
Υπήρξαν μεμονωμένες μελέτες που ενοχοποίησαν ορισμένα φάρμακα της ομάδας των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών, όπως η ιβουπροφένη και η δικλοφενάκη.
Οι μελέτες αυτές προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία στον ιατρικό κόσμο και κυρίως σε ορθοπεδικούς και ρευματολόγους όσον αφορά τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να είχαν τα φάρμακα αυτά στην καρδιά των ασθενών που παρακολουθούσαν.
Για όλους αυτούς τους λόγους το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης οργάνωσε μια μεγάλη μελέτη, η οποία συμπεριέλαβε 353.000 ασθενείς, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο εγνωσμένης σοβαρότητας ιατρικό περιοδικό «Lancet».
Η μελέτη αυτή επικεντρώθηκε σε ασθενείς που έκαναν παρατεταμένη χρήση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων σε υψηλές δόσεις.
Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής υπήρξαν εντυπωσιακά. Για κάθε 1.000 ανθρώπους που ανήκαν στην κατηγορία του λεγόμενου μετρίου καρδιακού κινδύνου και οι οποίοι έπαιρναν για έναν χρόνο αυξημένη δόση δικλοφενάκης (150 mg ημερησίως) ή ιβουπροφένης (2400 mg ημερησίως), τρεις άρρωστοι υπέστησαν καρδιακή προσβολή (έμφραγμα), εκ των οποίων μάλιστα ο ένας κατέληξε.
Επίσης, αυτή η μελέτη απέδειξε ότι τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα διπλασίαζαν την πιθανότητα να πάθει κανείς καρδιακή ανεπάρκεια και τετραπλασίαζαν την πιθανότητα σοβαρών επιπλοκών από το γαστρεντερικό σύστημα, όπως π.χ. αιμορραγία από έλκος στομάχου κ.λπ.
Επιπρόσθετα, η ανάλυση των δεδομένων από 639 τυχαιοποιημένες μελέτες έδειξε ότι οι γιατροί μπορούν να διακρίνουν τους ασθενείς εκείνους που έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να υποστούν τις επιπλοκές από τη χρήση των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων. Ετσι, με τη βοήθεια του γιατρού είναι δυνατόν να αποφευχθούν οι παρενέργειες των φαρμάκων αυτών σε σημαντικό αριθμό αρρώστων.
Με απλά λόγια, ο κίνδυνος για τον άρρωστο εξαρτάται από την κατάσταση της καρδιάς του. Από το εάν δηλαδή ο άρρωστος που παίρνει τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη πάσχει από ενεργό καρδιοπάθεια ή έχει έστω σοβαρούς προδιαθεσικούς παράγοντες για να πάθει καρδιοπάθεια.
Συμπερασματικά, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη όταν λαμβάνονται σε υψηλή δοσολογία αυξάνουν τον κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου ή καρδιακής ανεπάρκειας αλλά σε χαμηλό ποσοστό αρρώστων.
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ Ένθετο Υγεία