Οι μυοσκελετικές εκδηλώσεις της αυτοάνοσου θυροειδίτιδας ή θυροειδίτιδας του Hashimoto.
Η ενασχόληση του Ρευματολόγου με μια νόσο καθαρά ενδοκρινολογική, οφείλεται σε δύο βασικά λόγους: 1) Τη συχνή παρουσία συμπτωμάτων από το μυοσκελετικό σύστημα, άνευ εμφανών διαταραχών των θυρεοειδικών ορμονών και 2) Από την παρουσία αντιπυρηνικών αντισωμάτων στο αίμα των πασχόντων, γεγονός που απαιτεί την άμεση παρέμβαση του Ρευματολόγου, για τη διενέργεια της διαφορικής διάγνωσης με άλλες παθήσεις του συνδετικού ιστού.
Η νόσος ονομάζεται και χρόνια λεμφοκυτταρική θυροειδίτιδα και είναι πολύ συχνή στον γενικό πληθυσμό (3,5/ 1000 άτομα). Προσβάλλει ιδιαίτερα τις γυναίκες (1 στους 10 άνδρες) και η συνηθισμένη ηλικία προσβολής είναι τα 45-65 χρόνια. Αποτελεί την συχνότερη αιτία υποθυρεοειδισμού στις ΗΠΑ. Έλαβε το ονομά της από τον Ιάπωνα γιατρό Δρ. Hakaru Hashimoto που δούλευε στo Βερολίνο το 1912.
Πρόκειται για αυτοάνοσο πάθηση. Αν και το αίτιο δεν είναι γνωστό πιθανολογείται ότι η επίδραση κάποιου εξωγενή παράγοντα (ιού ή άλλου), πάνω σε ένα ευαίσθητο κληρονομικά υπόστρωμα και σε συνδυασμό με το κατάλληλο φύλο και την ηλικία, προκαλεί την παραγωγή αντισωμάτων εναντίον των κυττάρων του θυρεοειδούς. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε μία καθολική φλεγμονή του αδένα (θυρεοειδίτις), τη διήθηση του από άφθονα λεμφοκύτταρα και πλασματοκύτταρα και την προοδευτική καταστροφή του με τελικό αποτέλεσμα την αναστολή της λειτουργίας του (υποθυρεοειδισμός).
Η νόσος συνήθως εμφανίζεται σαν αυθύπαρκτη οντότητα και μόνο σε ποσοστό 10-15% μπορεί να συνδυασθεί με άλλες ρευματικές παθήσεις, όπως η Ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο Συστηματικός Ερυθυματώδης Λύκος, το σύνδρομο Sjogren και η Σκληροδερμία. Η παρουσία κληρονομικού ανοσολογικού υποστρώματος φαίνεται από την παρουσία κοινών αντιγόνων ιστοσυμβατότητας (HLA-DR3 και HLA-B8) αλλά και από την εμφάνιση αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων σε συγγενείς που πάσχουν ή δεν πάσχουν από την αυτοάνοσο θυροειδίτιδα.
Τα συμπτώματα της νόσου είναι αυτά του χρόνιου υποθυρεοειδισμού δηλαδή: ευαισθησία στο κρύο και τη ζέστη, κατάθλιψη, κόπωση, βραδυκαρδία, υψηλή χοληστερίνη, παχυσαρκία, αντιδραστική υπογλυκαιμία, δυσκοιλιότητα, κεφαλαγίες, κράμπες, βρογχοκήλη, απώλεια μνήμης, αλωπεκία και μανιοκαταθλιπτική κατάσταση.
Πολλοί πιστεύουν ότι τα ενοχλήματα από το μυοσκελετικό σύστημα οφείλονται στον χρόνιο υποθυρεοειδισμό και πολύ σπάνια σε κάποιες κρίσεις υπερθυρεοειδισμού, φαίνεται όμως ότι εκείνο που έχει υποτιμηθεί είναι ότι πάρα πολλές φορές οι ρευματικές εκδηλώσεις εμφανίζονται σε άτομα που ευρίσκονται σε ευθυρεοειδική κατάσταση. Θα μπορούσε λοιπόν να συμπεράνει κάποιος ότι οι πηγές των ενοχλημάτων είναι δύο, η μια δημουργεί συμπτώματα που έχουν σχέση με τις διαταραχές των θυροειδικών ορμονών (υποθυρεοειδισμός) και η άλλη συμπτώματα που οφείλονται σε μία χρόνια αυτοάνοσο και διάχυτο φλεγμονή του μυοσκελετικού συστήματος.
Στην πρώτη περίπτωση η χρόνια πτώση των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών στον οργανισμό, έχει σαν αποτέλεσμα την αυξημένη συγκέντρωση βλεννοπολυσακχαριδών στο μυοσκελετικό σύστημα. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην δημιουργία υμενίτιδας σε πολλές αρθρώσεις, αμφοτερόπλευρο και ανθεκτικό σε θεραπείες σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, μυοπάθειες με αύξηση της κρετινικής κινάσης χωρίς όμως μυϊκή αδυναμία και οστεονέκρωση ισχίου ή άλλων οστών.
Στη δεύτερη περίπτωση οι αρθρικές εκδηλώσεις της αυτοάνοσου θυροειδίτιδας του Ηashimoto διαφέρουν σε βαρύτητα και κυμαίνονται από απλές αρθραλγίες και μυαλγίες, που ομοιάζουν πάρα πολύ με αυτές μιας ινομυαλγίας, μέχρι την εμφάνιση συμμετρικού τύπου πολυαρθρίτιδας, μέτριας βαρύτητας, συνήθως των άκρων χειρών και σε σπάνιες περιπτώσεις και ασύμμετρης ολιγοαρθρίτιδας των μεγάλων αρθρώσεων. Χαρακτηριστικό της αρθρίτιδας είναι ότι παρά την χρονιότητά της δεν οδηγεί σε διαβρωτικές βλάβες. Οι παραπάνω εκδηλώσεις μπορούν να εμφανισθούν και σε ευθυρεοειδικά άτομα.
Η διάγνωση της θυροειδίτιδας του Hashimoto είναι εύκολη. Πλην των βασικών αιματολογικών εξετάσεων που γίνονται για τον έλεγχο του θυροειδούς αδένα, δηλαδή TSH, T3 και T4, θα χρειαστεί να αναζητήσουμε αντισώματα έναντι της θυρεοειδικής Περοξιδάσης (anti-TPO), της θυρεοσφαιρίνης (anti-TG) ενώ σπανιότερα ανευρίσκονται και αντισώματα έναντι των υποδοχέων της TSH. Σε ένα ποσοστό που κυμαίνεται περί το 15% των περιπτώσεων, δεν ανευρίσκονται αντισώματα στο αίμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η βιοψία του θυρεοειδούς θα δώσει την διάγνωση.
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά ευρήματα που οδηγεί συχνότατα τον ασθενή στον Ρευματολόγο είναι η παρουσία θετικών Αντιπυρινικών αντισωμάτων σε κυμαινόμενους τίτλους των οποίων βέβαια ο αποκλεισμός της συσχέτισής τους με κάποια νόσο του συνδετικού ιστού όπως ο Συστηματικός Ερυθυματώδης Λύκος αποτελεί μια επείγουσα διαδικασία. Η συχνότητα των ΑΝΑ στην θυροειδίτιδα του Hashimoto ανέρχεται σε ποσοστό μέχρι 15%.
Η θεραπεία του υποθυρεοειδισμού της θυρεοειδίτιδας του Hashimoto είναι σχετικά απλή. Χορηγείται Θυροξίνη σε διάφορες δόσεις ανάλογα με την ηλικία και τη βαρύτητα της νόσου. Η επίτευξη ευθυρεοειδικής κατάστασης απαιτεί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Θα πρέπει η θυροξίνη να μη χορηγείται μαζί με χοληστυραμίνη, σκευάσματα σιδήρου, σουλφακράτη, σκευάσματα ασβεστίου και αντιόξινα, διότι επηρεάζεται η απορρόφησή της.
Αντίθετα δύσκολη είναι η θεραπεία των μυοσκελετικών εκδηλώσεων της νόσου. Δυστυχώς η χορήγηση θυρεοειδικής ορμόνης δεν επιλύει το πρόβλημα. Τα ενοχλήματα διατηρούνται παρόλο που ο ασθενής είναι ευθυρεοειδικός. Σε πολλές περιπτώσεις αναγκαζόμαστε να αντιμετωπίσουμε την θυρεοειδίτιδα με θεραπείες ανάλογες των άλλων αυτοανόσων νόσων δηλαδή με τη χορήγηση αντιφλεγμονωδών μη στεροειδών φαρμάκων, κορτιζόνης, ανθελονοσιακών, ακόμη και Μεθοτρεξάτης5. Σε κάποιες μελέτες η χορήγηση σκευασμάτων σεληνίου μείωσε την συγκέντρωση αντισωμάτων μέχρι και 50%.
Πλην σπάνιων περιπτώσεων η πρόγνωση της νόσου είναι πολύ καλή. Αρκετές φορές δεν απαιτείται θεραπεία με θυροξίνη παρά μόνο ένας ανά 6μηνο εργαστηριακός έλεγχος του θυρεοειδούς.
iatronet.gr