Το διαδίκτυο αποτελεί πλέον αναγκαίο εργαλείο ενημέρωσης, κοινωνικής επαφής και ψυχαγωγίας για τους εφήβους. Ωστόσο, η υπερβολική ενασχόληση με το μέσο αυτό δημιουργεί κινδύνους ανάπτυξης ακραίων συμπεριφορών σχετικά με τη χρήση του.
Τα αρχικά συμπτώματα της «εξάρτησης» είναι ο υπερβολικός χρόνος ενασχόλησης με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, στα Internet-cafe ή/και στο σπίτι, η μονομανία, η παραμέληση υποχρεώσεων και άλλων ασχολιών και η απότομη πτώση της σχολικής επίδοσης. Η απομόνωση, η μείωση του χρόνου δραστηριοτήτων και του χρόνου που περνούν τα παιδιά με την οικογένεια και τους φίλους τους, η μεταβολή της συμπεριφοράς (π.χ. βίαιη συμπεριφορά μέσα στο σπίτι), η αδιαφορία για πράγματα που πριν ευχαριστούσαν, συχνά συνθέτουν τη συνολική εικόνα. Υπάρχουν βέβαια και τα σωματικά συμπτώματα, όπως πονοκέφαλος, ξηρότητα οφθαλμών, διατροφικές παρεκτροπές και παραμέληση της σωματικής υγιεινής και φροντίδας εαυτού.
Το πρώτο κέντρο απεξάρτησης λειτούργησε το 1995 στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ο όρος «εθισμός» χρησιμοποιείται σε εισαγωγικά λόγω του ότι η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα βρίσκεται σε αμηχανία και δεν υπάρχει ομοφωνία για το εάν πρόκειται για αληθή εθισμό ή όχι. Δεν πρόκειται άλλωστε για κάποια ουσία που καταναλώνει ο χρήστης, ωστόσο υπάρχει ενεργητική συμμετοχή, αλληλεπίδραση και αίσθημα ευχαρίστησης που πολλές φορές μπορεί να οδηγήσει σε συμπεριφορές εξάρτησης.
Το γεγονός πάντως είναι ένα: υπάρχουν παιδιά και έφηβοι που παραμελούν σημαντικά την κοινωνική τους ζωή, τις δραστηριότητες και τις υποχρεώσεις τους, και η χρήση του διαδικτύου αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο στην ζωή τους.
Ο πιο πρόσφατος ορισμός για τη διάγνωση του «εθισμού» είναι αυτός των Caplan και Sadock, και θα πρέπει να ισχύουν, πέντε από τα έξι παρακάτω κριτήρια, προκειμένου να τεθεί η διάγνωση: 1. παραμονή online για όλο και περισσότερο χρόνο, 2. αποτυχία διαχείρισης του επερχόμενου αισθήματος διέγερσης ή και κατάθλιψης 3.παραμονή online για περισσότερο από το προτιθέμενο χρονικό διάστημα, 4. κίνδυνος απώλειας σχέσης ή ευκαιρίας εξαιτίας της χρήσης, 5. ψεύδη προκειμένου να καλυφθεί η αληθής έκταση της χρήσης και 6.χρήση προκειμένου να ελεγχθούν τα αρνητικά συναισθήματα. Αυτός είναι και ο ορισμός που προτείνεται για το επόμενο εγχειρίδιο Ψυχικών Νοσημάτων των Η.Π.Α., προκειμένου να αναγνωριστεί ως αυτόνομη διαταραχή. Αν ισχύουν, όπως προαναφέρθηκε, πέντε από τα έξι κριτήρια, τίθεται η διάγνωση του «εθισμού». Υπάρχουν όμως και οριακές-borderline περιπτώσεις που μπορεί να μην ισχύουν όλα τα κριτήρια αλλά μερικά από αυτά, και είναι υψηλού κινδύνου για τη μελλοντική ανάπτυξη «εθισμού».
Το θέμα της συν-νοσηρότητας είναι πολύ σημαντικό. Παρατηρούνται συνοδές καταστάσεις όπως η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και η υπερκινητικότητα, το καταθλιπτικό συναίσθημα, το άγχος και οι ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές, διαταραχή ελέγχου των παρορμήσεων κ.α. Σύμφωνα με την τρέχουσα βιβλιογραφία, η συν-νοσηρότητα παρατηρείται σε τουλάχιστον 60% των περιπτώσεων με κατάχρηση του διαδικτύου.
Το φαινόμενο των συμπεριφορών «εθισμού» αποτελεί ένα σύνθετο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο και σίγουρα δεν μπορούν να ενοχοποιηθούν ένας ή δύο ή και τρεις παράγοντες. Φαίνεται πως παίζουν ρόλο γενετικοί παράγοντες, ειδικά εάν υπάρχει συν-νοσηρότητα, αλλά και το είδος της προσωπικότητας (π.χ. ορισμένα παιδιά είναι ευαίσθητα με χαμηλή αυτοεκτίμηση και ντροπαλά, άλλα παρουσιάζουν χαρακτηριστικά διαταραχής του ελέγχου των παρορμήσεων και μια πιο επιθετική προσωπικότητα). Γεγονότα ζωής μπορεί να οδηγήσουν εκεί, περιβαλλοντικοί παράγοντες σαφέστατα συμβάλλουν (π.χ. η σημαντική δυσλειτουργία της οικογένειας), ενώ και οι πολιτισμικοί παράγοντες είναι σημαντικοί. Επιπλέον, η εφηβεία αποτελεί ένα ασταθές περιβάλλον το οποίο μπορεί να οδηγήσει λόγω των αναπτυξιακών της χαρακτηριστικών (πειραματισμός, σχετική έλλειψη αντικειμενικής κρίσης, αδυναμία υποθετικής σκέψης, αμφισβήτηση ορίων κ.λπ) σε συμπεριφορές υψηλού κινδύνου.
Η πρώτη έρευνα στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το 2007, προκειμένου να καθοριστεί η επίπτωση των συμπεριφορών διαδικτυακής «εξάρτησης» στο γενικό εφηβικό πληθυσμό. Συμμετείχαν έφηβοι με μέσο όρο ηλικίας τα 15 έτη και διερευνήθηκαν τα χαρακτηριστικά της χρήσης, αλλά κυρίως της κατάχρησης, και πόσοι από αυτούς είχανε συμπεριφορές «εξάρτησης».
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, 1% των εφήβων είχαν score “εθισμού” στο ερωτηματολόγιο της Young, το οποίο είναι ένα διεθνές εργαλείο για την αξιολόγηση του «εθισμού», και 12,8% παρουσίασαν borderline-οριακή χρήση, η οποία δυνητικά θα μπορούσε να οδηγήσει σε «εθισμό». Τα αγόρια παρουσιάζουν μεγαλύτερη επιρρέπεια στην ανάπτυξη συμπεριφοράς “εθισμού”, ενώ τα διαδικτυακά (on-line) παιχνίδια είναι η κύρια αιτία υπερβολικής χρήσης. Ας λάβουμε βέβαια υπόψη ότι αυτά είναι αποτελέσματα του 2007 και δεδομένου ότι το «γρήγορο» internet έχει εισέλθει στα Ελληνικά σπιτικά κυρίως μέσα στα επόμενα δύο έτη, είναι πιθανό τα ποσοστά αυτά να έχουν αυξηθεί.
Η χρήση του διαδικτύου πάνω από 10 ώρες την εβδομάδα, μπορεί σύμφωνα με την έρευνα να οδηγήσει δυνητικά σε υπερβολική χρήση. Το εύρημα αυτό είναι σε συμφωνία με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Παιδιατρικής Ακαδημίας για τα παιδιά και τους εφήβους που θέτει όρια ημερήσιας χρήσης οθόνης ‘screentime’, τηλεόρασης και ηλεκτρονικού υπολογιστή, τις δύο ώρες. Αυτό βέβαια εξατομικεύεται, και ειδικά στην εφηβική ηλικία που ο έφηβος έχει το δικαίωμα της γνώμης του, θα μπορούσε αυτό το όριο, -π.χ. τα Σαββατοκύριακα-, να είναι και τρεις ώρες. Τα όρια που θα τεθούν εξαρτώνται από τη συζήτηση που θα κάνουν ο γονέας και ο έφηβος μαζί, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες, επιστημονικά στοιχεία και πληροφορίες. Η ενασχόληση στο περιβάλλον του σχολείου αποδείχθηκε προστατευτικός παράγοντας έναντι της ανάπτυξης προβληματικής χρήσης.
Σχετικά με την ψυχοκοινωνική κατάσταση των παιδιών, υπήρξαν συσχετίσεις του «εθισμού» με την υπερκινητικότητα, τη διάσπαση προσοχής, την παραβατικότητα καθώς και διαταραχή στη σχέση με τους συνομήλικους στα παιδιά με υπερβολική χρήση. Τα ποσοστά της Ελλάδας, όταν συγκριθούν με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, την Κορέα και την Κίνα, θεωρούνται σχετικά χαμηλά για την κατάχρηση και οριακή χρήση. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, τα αποτελέσματα είναι του 2007 και η Ελλάδα γενικά έχει καθυστερήσει σχετικά με την ανάπτυξη της χρήσης νέων τεχνολογιών, και την εισαγωγή του «γρήγορου» internet, σε σύγκριση με άλλες χώρες. Ήδη τα πρώτα αποτελέσματα έρευνας του 2010 αναδεικνύουν αυξητική στάση στις συμπεριφορές εξάρτησης και τις οριακές συμπεριφορές, ενώ το τοπίο μεταβάλλεται και τα δύο φύλα εξισώνονται με πρωταγωνιστικό αίτιο που οδηγεί σε υπερβολή τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης (facebook) και όχι τα διαδικτυακά παιχνίδια (onlinegames), όπως το 2007. Τα παιδιά με συμπεριφορές εξάρτησης αποκτούν μια κακώς εννοούμενη «άνεση» στο διαδίκτυο και αναπτύσσουν συμπεριφορές υψηλού κινδύνου (δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων, φυσική συνάντηση με αγνώστους που γνώρισαν διαδικτυακά κλπ) σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό από τα παιδιά με μη υπερβολική χρήση.
Στους Έλληνες εφήβους που παρουσιάζουν συμπεριφορά εξάρτησης μελετήθηκαν δημογραφικοί, ψυχοκοινωνικοί και κλινικοί παράγοντες. Το φαινόμενο αφορούσε έως πρόσφατα κυρίως αγόρια, ενώ ανάμεσά τους υπήρξαν έφηβοι που παρουσίασαν σημαντική πτώση της σχολικής επίδοσης και μείωση των δραστηριοτήτων και των χόμπυ τους. Σε πολλές από τις οικογένειες υπήρχαν δυσλειτουργία και έλλειψη επικοινωνίας-αδυναμία τήρησης των ορίων. Συναισθηματικές διαταραχές, άγχος, καταθλιπτικό συναίσθημα και διάσπαση προσοχής ήταν συνοδές οντότητες σε ορισμένα παιδιά. Σωματικά συμπτώματα ήταν συχνά π.χ. διαταραχές του ύπνου, διατροφικές παρεκτροπές, έλλειψη φυσικής δραστηριότητας, πονοκέφαλοι και ξηρότητα οφθαλμών. Μετά από πρόγραμμα παρέμβασης, 72.2 % παρουσίασαν βελτίωση ενώ τα 27.7% δεν συνεργάστηκαν και εγκατέλειψαν το πρόγραμμα.
Το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε περιλαμβάνει την ψυχοεκπαίδευση (δηλ. την ενημέρωση και την παροχή πληροφοριών για το τι συμβαίνει και ποιοι είναι οι στόχοι) και την συμπεριφορικού τύπου παρέμβαση (τήρηση ημερολογίου, στήριξη και συζήτηση μία, δύο ή και τρεις φορές την εβδομάδα, επιβράβευση όταν επιτυγχάνονται στόχοι και σημειώνεται πρόοδος, προβληματισμός σε στασιμότητα κ.λπ). Η οικογενειακή στήριξη και καθοδήγηση είναι επίσης σημαντικά. Φαρμακευτική αγωγή χρησιμοποιείται μόνο όταν κρίνεται απολύτως απαραίτητο και εάν υπάρχει υπόστρωμα.
Η πρόληψη είναι εξαιρετικής σημασίας και βασικά μέτρα αποτελούν η ενημέρωση των γονέων και η εκμάθηση των κανόνων ασφαλούς διαδικτύου στο σχολείο. Η εφαρμογή φίλτρων αφορά τις μικρότερες ηλικίες, οι έφηβοι μπορούν να χειριστούν τα φίλτρα έτσι ώστε οι γονείς να μην καταλάβουν ότι έχουνε χρησιμοποιήσει συγκεκριμένο διαδικτυακό υλικό. Η αφιέρωση χρόνου από τους γονείς, η ενασχόληση με το διαδίκτυο μαζί με τα παιδιά τους ώστε να υπάρχει κριτικό φίλτρο, καθώς και η συναισθηματική κάλυψη ώστε τα παιδιά να αισθάνονται ασφαλή και να μπορούν να εφαρμόσουν όρια από πολύ μικρή ηλικία είναι σημαντικά. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής είναι προτιμότερο να είναι σε κοινόχρηστο χώρο ώστε να υπάρχει η απαραίτητη επιστασία. Η ενημέρωση των παιδιών για τα φαινόμενα εθισμού και παρενόχλησης μέσω διαδικτύου, καθώς και προτάσεις για τον χειρισμό καταστάσεων που μπορεί να προκύψουν βοηθούν και προλαμβάνουν.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Το διαδίκτυο αποτελεί μέρος της ζωής των σημερινών παιδιών και από την ηλικία των πρώτων τάξεων του Δημοτικού (> 6 ετών) ξεκινούν την ενασχόλησή τους. Όπως και στον φυσικό κόσμο, έτσι και στον διαδικτυακό υπάρχουν κίνδυνοι, τους οποίους οι ανήλικοι δεν είναι αναπτυξιακά έτοιμοι να διαχειριστούν. Επιπλέον, η ανωνυμία που προσφέρει το διαδίκτυο δίνει την ευκαιρία και στις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης φύσης να εκφραστούν με διάφορους τρόπους.
Οι γονείς είναι σημαντικό να προσφέρουν την εμπειρία ζωής, ανεξάρτητα από τις τεχνικές γνώσεις, οι οποίες μπορεί να είναι περισσότερες στην περίπτωση των εφήβων-δίχως αυτό να τους τρομάζει ή να τους φέρνει σε δύσκολη θέση (τους γονείς). Το σχολείο καλείται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Η εκπαίδευση αποτελεί άλλωστε την βέλτιστη θωράκιση σε θέματα ασφάλειας-σε αντίθεση με τιμωρητικά ή περιοριστικά μέτρα των οποίων το αποτέλεσμα συχνά είναι προσωρινό και αποτελεί μη συνειδητή επιλογή.
Οι παιδίατροι, οι οποίοι έχουν την τύχη να είναι οι γιατροί της οικογένειας, καλούνται να ενημερωθούν σχετικά με το θέμα της ασφάλειας του διαδικτύου, εφόσον αυτό αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των παιδιών. Είναι αυτοί που θα καθοδηγήσουν τους γονείς, ώστε να μπουν βάσεις από μικρή ηλικία και να φτάσουν στην εφηβεία- μια ομολογουμένως «δύσκολη» ηλικία- με κανάλια επικοινωνίας και τη δυνατότητα εφαρμογής ορίων. Έτσι, μαζί με τις συστάσεις για την ανάπτυξη, τη διατροφή, τους εμβολιασμούς, ο παιδίατρος συμβάλλει και στην εφαρμογή βασικών αρχών για τη σωστή χρήση ενός εργαλείου συναρπαστικού και απολύτως απαραίτητου στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Βασικές Οδηγίες Ασφάλειας στο Διαδίκτυο για Παιδιά και Εφήβους
- Μη δημοσιοποιείς προσωπικά σου δεδομένα
- Ανέφερε σε γονείς. δασκάλους ή κάποιον που εμπιστεύεσαι οποιαδήποτε αρνητική εμπειρία σου στο διαδίκτυο
- Μην εμπιστεύεσαι χωρίς να ελέγχεις τις πληροφορίες που σου δίνονται στο διαδίκτυο
- Μην εμπιστεύεσαι αγνώστους που γνωρίζεις μέσω του διαδικτύου και σε καμία περίπτωση μην συναντάς στο φυσικό κόσμο άτομα που γνώρισες διαδικτυακά
- Μην παραμελείς τις σχολικές σου δραστηριότητες, τα ενδιαφέοντά σου, τους φίλους σου, εξαιτίας της ενασχόλησης σου με το διαδίκτυο. Βάλε όριο στην καθημερινή του χρήση.
Άρτεμις Τσίτσικα Επικ. Καθηγήτρια Παιδιατρικής – Εφηβικής Ιατρικής και Επιστημονική Υπεύθυνος Μονάδας Εφηβικής Υγείας (ΜΕΥ), στη Β΄ Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών του Νοσοκομείου Παίδων “Π. Α. Κυριακού”.
boro.gr