Η έλλειψη βιταμίνης D στην Ελλάδα είναι συχνή. Τα συχνότερα αίτια ανεπάρκειας, είναι η μειωμένη σύνθεσή της στο δέρμα (μειωμένη ηλιακή έκθεση, αντηλιακά), σύνδρομα δυσαπορρόφησης, ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια, κληρονομικές ανωμαλίες του μεταβολισμού της βιταμίνης και αποκλειστικός μητρικός θηλασμός.
Αναμφίβολα, η βιταμίνη D αποτελεί το πιο πολυσυζητημένο θέμα των τελευταίων ετών. Εκτός από τον αποδεδειγμένο θεμελιώδη ρόλο που διαδραματίζει στην βέλτιστη ανάπτυξη του σκελετού κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, αλλά και στην διατήρηση της μυοσκελετικής υγείας στους ενήλικες, η ανακάλυψη υποδοχέων βιταμίνης D στους περισσότερους ιστούς και όργανα του ανθρώπινου οργανισμού, δίνει μια νέα προοπτική στη σπουδαιότητά της.
H βιταμίνη Dσχηματίζεται στο μεγαλύτερο ποσοστό της στο δέρμα, ως D3, με την επίδραση της ηλιακής υπεριώδους ακτινοβολίας στην πρόδρομη ουσία 7-δεϋδροχοληκαλσιφερόλη, ενώ σε πολύ μικρότερο ποσοστό λαμβάνεται από τις διατροφικές πηγές ή τα συμπληρώματα ως D2 ή D3. Στη συνέχεια εισέρχεται στην αιματική κυκλοφορία συνδεδεμένη με πρωτεΐνες μεταφορείς, όπου και υφίσταται μια πρώτη υδροξυλίωση στο ήπαρ [25(ΟΗ)D] και μια δεύτερη υδροξυλίωση στους νεφρούς όπου και σχηματίζεται ο ενεργός μεταβολίτης της 1,25(ΟΗ)2D. Η βιολογικά αυτή δραστική μορφή, συμβάλλει σημαντικά στη διατήρηση της ομοιοστασίας του ασβεστίου και του φωσφόρου στον ορό και επομένως στην επαρκή επιμετάλλωση των οστών, τη νευρομυϊκή λειτουργία και τελικά στη διατήρηση της μυοσκελετικής υγείας.
Κυριότερα αίτια της ανεπάρκειας Βιταμίνης D
Οι κύριες διατροφικές πηγές βιταμίνης D, είναι τα λιπαρά ψάρια (σολομός, σαρδέλες, τόνος, ρέγγα), το συκώτι, το βούτυρο, ο κρόκος αυγού και τα εμπλουτισμένα τρόφιμα (γάλα, δημητριακά, χυμοί). Ωστόσο η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι αρκετά συχνή. Τα συχνότερα αίτια ανεπάρκειας, είναι η μειωμένη σύνθεσή της στο δέρμα (μειωμένη ηλιακή έκθεση, αντηλιακά), σύνδρομα δυσαπορρόφησης, ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια, κληρονομικές ανωμαλίες του μεταβολισμού της βιταμίνης και αποκλειστικός μητρικός θηλασμός.
Η έλλειψη βιταμίνης D, στην Ελλάδα είναι συχνή. Η κατανάλωση ελαιολάδου πτωχού σε βιταμίνη D, η εκτεταμένη χρήση αντηλιακών, η μειωμένη ηλιακή έκθεση (ειδικά παιδιά και ηλικιωμένοι), η μόλυνση της ατμόσφαιρας στις αστικές περιοχές και το γεωγραφικό πλάτος της Ελλάδος που δεν επιτρέπει επαρκή υπεριώδη ακτινοβολία ιδίως τους χειμερινούς μήνες αποτελούν τους βασικότερους λόγους.
Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D προκαλεί απώλεια οστικής μάζας (οστεοπενία), επιταχύνει και επιδεινώνει την οστεοπόρωση, ενώ η σοβαρή έλλειψή της προκαλεί στα παιδιά ραχίτιδα και στους ενήλικες οστεομαλακία.
Η εκτίμηση των επιπέδων της βιταμίνης D στον οργανισμό γίνεται με τη μέτρηση των επιπέδων της ολικής 25 (ΟΗ) D. Μέθοδοι αναφοράς στημέτρηση της βιταμίνης D είναι η υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (HPLC) και η φασματομετρία μάζας (LC-MS), δεν χρησιμοποιούνται όμως ευρέως γιατί είναι χρονοβόρες, ενώ απαιτείται εξειδικευμένος εξοπλισμός και προσωπικό. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα εργαστήρια ρουτίνας είναι οι ανοσοενζυμικές (χημειοφωταύγεια, ΕLISA).
Όσον αφορά στα βέλτισταεπίπεδα της 25 (ΟΗ) βιταμίνης D στον ορό υπάρχει συνεχής διαμάχη μεταξύ των διαφόρων ερευνητών. Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε ωστόσο, πως η σοβαρή έλλειψη βιταμίνης D αναφέρεται σε τιμές <10ng/ml, ενώ η επάρκεια σε τιμές >20ng/ml ή κατά άλλους >30ng/ml.
Δεδομένα, τέλος, από πρόσφατες μελέτες δείχνουν πως η ανεπάρκεια βιταμίνης D, αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων, υπέρτασης, αυτοάνοσων νοσημάτων (σκλήρυνση κατά πλάκας, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, ρευματοειδής αρθρίτιδα), λοιμώξεων (φυματίωσης) καθώς και καρκίνων του μαστού, προστάτη, εντέρου.
Επομένως η επαρκής πρόσληψη βιταμίνης D σε συνδυασμό με την απαραίτητη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία αποτελούν τις κυριότερες προϋποθέσεις για τη διασφάλιση όχι μόνο της σκελετικής υγείας αλλά και της ευεξίας ολόκληρου του οργανισμού.
Αικατερίνη Σπυροπούλου
Ιατρός Βιοπαθολόγος
Μέλος Δικτύου iatrica