Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 γνωστός και ως Διαβήτης ενηλίκων είναι μια διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης που οδηγεί σε υπεργλυκαιμία δηλαδή αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Περιλαμβάνει τα κλασικά συμπτώματα της πολυφαγίας και πολυδιψίας, ξηροστομία, κνησμό, αυξημένη συχνότητα λοιμώξεων ή μυκητιάσεων.
Περίπου 285 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έπασχαν το 2010 από ΣΔ. Το ποσοστό αυτό αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2030 με μεγαλύτερη τάση αύξησης στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Από αυτούς το 90% των ασθενών αφορά τον ΣΔ τύπου 2. Ο τύπος αυτός σχετίζεται κυρίως με τον καθιστικό τρόπο ζωής και την παχυσαρκία και χαρακτηρίζει τις κοινωνίες που έχουν υιοθετήσει ‘’δυτικό τρόπο ζωής’’. Στην χώρα μας περίπου το 6-7% του πληθυσμού πάσχει από γνωστό ΣΔ και το 4-5% έχει το πρόβλημα και το αγνοεί.
Συνήθως η διάγνωση γίνεται σε άτομα άνω των 40 ετών και αυξάνεται με την ηλικία. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια η συχνότητα αυτού του τύπου διαβήτη αυξάνεται ακόμα και σε νεαρά άτομα εφήβους και νέους ενήλικες λόγω της αύξησης της παχυσαρκίας σε όλο και μικρότερες ηλικίες.
Το κύριο χαρακτηριστικό της νόσου είναι η αντίσταση στην ινσουλίνη. Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται από το πάγκρεας και συγκεκριμένα τα β-κύτταρα του παγκρέατος και βοηθάει κάθε κύτταρο του σώματος να χρησιμοποιήσει τη γλυκόζη ως πηγή ενέργειας. Η αντίσταση στην ινσουλίνη και στη συνέχεια η υπεργλυκαιμία του διαβήτη οδηγούν σε αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα, καρδιακή προσβολή και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και αν ο διαβήτης δεν προληφθεί ή δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα μπορεί επίσης να προκαλέσει νεφρική νόσο, αμφιβληστροειδοπάθεια με απώλεια όρασης, νευροπάθεια και αγγειοπάθεια των άκρων.
Σε ποιους πρέπει να γίνεται προσυμπτωματικός έλεγχος για διαβήτη τύπου 2.
• Σε όλα τα άτομα άνω των 45 ετών
• Σε άτομα κάθε ηλικίας που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα και έχουν έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω παράγοντες κινδύνου: συγγενείς 1ου βαθμού με διαβήτη, ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (για τις γυναίκες), καθιστική ζωή.
• Άτομα που έχουν διαγνωστεί με προδιαβήτη πρέπει να ελέγχονται ανά έτος.
• Γυναίκες που έχουν εμφανίσει διαβήτη κύησης πρέπει να ελέγχονται κάθε 3 χρόνια.
Η διάγνωση του Σακχαρώδους Διαβήτη στηρίζεται στα αποτελέσματα αιματολογικού εργαστηριακού ελέγχου των επιπέδων γλυκόζης είτε σε τυχαία εξέταση είτε επί της εμφάνισης συμπτωμάτων. Οι εργαστηριακές εξετάσεις που απαιτούνται για την διάγνωση είναι:
1. Μέτρηση γλυκόζης νηστείας
2. Μέτρηση μεταγευματικής γλυκόζης
3. Μέτρηση καμπύλης σακχάρου
4. Μέτρηση γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c)
Η έγκαιρη διάγνωση είναι πολύ σημαντική αφού ο ΣΔ είναι μια εξελισσόμενη νόσος, συχνά ασυμπτωματική στα πρώιμα στάδια και συνεπώς ο τακτικός εργαστηριακός έλεγχος μπορεί να οδηγήσει σε ταχύτερη διάγνωση και καλύτερη αντιμετώπιση της νόσου.
Τριανταφύλλου Ελένη
Ιατρός Βιοπαθολόγος
Μέλος Δικτύου Iatrica