Ο σακχαρώδης διαβήτης έχει άμεσες επιπτώσεις στο βλεννογόνο της στοματικής κοιλότητας και τους περιοδοντικούς ιστούς, γι’ αυτό και η επίσκεψη στον οδοντίατρο πρέπει να είναι ενταγμένη στο γενικότερο πλαίσιο παρακολούθησης των ατόμων με διαβήτη. Η ξηροστομία, οι εξελκώσεις του βλεννογόνου του στόματος, η διαταραχή έκκρισης του σιέλου και η απώλεια
Ο σακχαρώδης διαβήτης έχει άμεσες επιπτώσεις στο βλεννογόνο της στοματικής κοιλότητας και τους περιοδοντικούς ιστούς, γι’ αυτό και η επίσκεψη στον οδοντίατρο πρέπει να είναι ενταγμένη στο γενικότερο πλαίσιο παρακολούθησης των ατόμων με διαβήτη. Η ξηροστομία, οι εξελκώσεις του βλεννογόνου του στόματος, η διαταραχή έκκρισης του σιέλου και η απώλεια των θηλών της γλώσσας αποτελούν συνήθη προβλήματα των ασθενών με διαβήτη. Ιδιαίτερη σημασία έχει η θεραπευτική αγωγή των διαβητικών, κυρίως σε σχέση με την περιοδοντίτιδα, τις εξαγωγές δοντιών και τις διάφορες επεμβάσεις.
Διαβήτης & περιοδοντίτιδα
Τα περιοδοντικά νοσήματα είναι χρόνιες λοιμώξεις βακτηριακής αιτιολογίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από απώλεια πρόσφυσης του περιρριζίου (συγκρατεί τα ούλα με τη ρίζα του δοντιού) και καταστροφή του οστού των γνάθων. Το ανοσοποιητικό σύστημα απαντά στη συγκεκριμένη βακτηριακή πρόκληση με έκκριση παραγόντων της φλεγμονής (π.χ. ιντερλευκίνες), που οδηγούν σε μεγάλη καταστροφή των περιοδοντικών ιστών και τελικά, απώλεια των δοντιών.
Η υπεργλυκαιμία, κύριο χαρακτηριστικό του σακχαρώδη διαβήτη, προκαλεί τον σχηματισμό τελικών προϊόντων μη ενζυματικής γλυκοζυλίωσης (“AGEs”), τα οποία συσσωρεύονται στο πλάσμα και τους ιστούς των διαβητικών ασθενών, συμπεριλαμβανομένων των περιοδοντικών ιστών, και τους καταστρέφουν.
Η περιοδοντική νόσος είναι συχνή στους διαβητικούς ασθενείς. Από σχετική μελέτη αποδείχθηκε ότι ο αριθμός των εισαγωγών στο νοσοκομείο με διαβητική κετοξέωση ήταν τετραπλάσιος στους διαβητικούς τύπου 1 με περιοδοντίτιδα, σε σχέση με αυτούς χωρίς περιοδοντίτιδα. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι τα άτομα με περιοδοντίτιδα αντιμετωπίζουν πολλές φορές δυσκολίες διατροφής και διατρέφονται με θερμιδικά πλούσιες, μικρού όγκου τροφές. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι η περιοδοντική θεραπεία μπορεί να βελτιώσει τη μεταβολική ρύθμιση των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη.
Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί δείκτη κινδύνου για την περιοδοντική νόσο, αφού προδιαθέτει στην ανάπτυξή της και επιταχύνει την πρόκληση βλαβών. Από πειραματικά δεδομένα υπάρχουν ενδείξεις ότι η επιδείνωση της μεταβολικής ρύθμισης επιδεινώνει το περιοδοντικό πρόβλημα. Επίσης, από μετα-ανάλυση μελετών σε διαβητικούς ασθενείς, φάνηκε ότι υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ διαβήτη και περιοδοντικής νόσου. Ήδη από το 1993 η περιοδοντική νόσος αναφέρεται ως η 6η σοβαρότερη επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη.
Η ανταπόκριση των διαβητικών ασθενών στην περιοδοντική θεραπεία σχετίζεται με τον βαθμό της μεταβολικής ρύθμισης, τη διάρκεια του διαβήτη αλλά και την παρουσία άλλων επιπλοκών. Οι καλά ρυθμιζόμενοι διαβητικοί ασθενείς χωρίς επιπλοκές ανταποκρίνονται εξίσου καλά στην περιοδοντική θεραπεία με μη διαβητικά άτομα, ενώ σε πτωχά ρυθμιζόμενους ασθενείς με πολλαπλές επιπλοκές η ανταπόκριση στη θεραπεία είναι λιγότερο ευνοϊκή και παρατηρείται ταχύτερη υποτροπή.
Είναι πιθανό η περιοδοντική θεραπεία, σε συνδυασμό με συστηματική χορήγηση αντιβιοτικών, να επιδρά θετικά σε ορισμένες ομάδες διαβητικών ασθενών.
Αντιμετώπιση του διαβητικού ασθενή στην καθ’ ημέρα οδοντιατρική πράξη
Για την οδοντιατρική αντιμετώπιση του διαβητικού ασθενούς είναι πάντα απαραίτητο ένα σύντομο ιστορικό, ώστε να συγκεντρωθούν πληροφορίες για το είδος της αντιδιαβητικής αγωγής, την παρουσία συνυπαρχόντων νοσημάτων και επιπλοκών και τη λοιπή αγωγή. Οι μετέπειτα χειρισμοί πρέπει να έχουν όσο το δυνατό πιο σύντομη διάρκεια, να είναι ατραυματικοί και να γίνονται καλύτερα το πρωί, εάν πρόκειται για προγραμματισμένη επέμβαση.
Χορήγηση αντιβίωσης συνιστάται μόνο όταν υπάρχει κίνδυνος μικροβιαιμίας από τη συγκεκριμένη επέμβαση, ενώ δε χρειάζεται για τις συνήθεις οδοντιατρικές εργασίες σε διαβητικούς ασθενείς.
Αναγκαία επίσης είναι η μέτρηση της τιμής σακχάρου πριν την επέμβαση, καθώς η υπογλυκαιμία είναι το πιο συχνό σύμπτωμα στα άτομα με διαβήτη και πρέπει να αντιμετωπιστεί πριν από οποιαδήποτε οδοντιατρική εργασία.
Σχετικά με τις προσθετικές εργασίες, τα εμφυτεύματα και τις μικρές χειρουργικές παρεμβάσεις πρέπει να επιδιώκεται καλή γλυκαιμική ρύθμιση, να εκτιμάται ο χρόνος που χρειάζεται για την επέμβαση (για τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας) και να λαμβάνονται μέτρα για άσηπτη επέμβαση. Η ίδια επαγρύπνηση παραμένει στη διάρκεια της επέμβασης, με τη μέτρηση του σακχάρου να γίνεται κάθε 1 - 2 ώρες για την τροποποίηση της δόσης της ινσουλίνης. Επίσης, πρέπει να δοθούν οδηγίες για τις επόμενες ημέρες, αφού λόγω της δυσκολίας στη μάσηση πιθανόν να χρειαστεί τροποποίηση της φαρμακευτικής αγωγής. Για τις μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις απαιτείται συνεργασία και με γιατρούς άλλων ειδικοτήτων, μεταξύ των οποίων απαραίτητος είναι και ο διαβητολόγος.
Ο οδοντίατρος καλείται μόνος του ή σε συνεργασία με άλλες ειδικότητες να επιτύχει την επίλυση των οδοντιατρικών προβλημάτων που συχνά παρουσιάζουν οι διαβητικοί με τρόπο ασφαλή, γρήγορο και ανώδυνο. Όμως για ακόμη μια φορά έχει πολύ μεγαλύτερη αξία το θέμα της πρόληψης και της εκπαίδευσης σχετικά με τη γενικότερη καλή στοματική υγιεινή.