H ενδομητρίωση είναι μια νόσος που προσβάλλει το 10% των γυναικών της αναπαραγωγικής ηλικίας με μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης στις ηλικίες 25 ως 45 ετών. Τρία είναι τα κύρια συμπτώματά της: πόνος κατά την περίοδο...
H ενδομητρίωση είναι μια νόσος που προσβάλλει το 10% των γυναικών της αναπαραγωγικής ηλικίας με μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης στις ηλικίες 25 ως 45 ετών. Τρία είναι τα κύρια συμπτώματά της: πόνος κατά την περίοδο, επώδυνη συνουσία και υπογονιμότητα. Η συχνότητά της στις γυναίκες με υπογονιμότητα ανέρχεται στο 15-20%.
Τι είναι η ενδομητρίωση;
Η νόσος, όπως φαίνεται και από το όνομά της, αφορά το ενδομήτριο, το οποίο είναι ο ιστός που επενδύει το εσωτερικό της κοιλότητας της μήτρας. Το ενδομήτριο σε φυσιολογικές συνθήκες και εφόσον δεν έχει επιτευχθεί κύηση, υπό την επίδραση των ωοθηκικών ορμονών αποπίπτει κάθε μήνα από τη μήτρα με τη μορφή αιμορραγίας, δηλαδή την έμμηνο ρύση ή περίοδο.
Η ενδομητρίωση χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του ενδομητρικού ιστού έξω από τη μήτρα σε άλλες περιοχές του σώματος. Είναι δηλαδή η ύπαρξη ενός φυσιολογικού ιστού σε μη φυσιολογικές θέσεις (έκτοπες).
Οι πιο κοινές θέσεις όπου αναπτύσσεται η νόσος είναι κυρίως η πυελική περιοχή: στις ωοθήκες, στις σάλπιγγες, στους συνδέσμους που στηρίζουν τη μήτρα και στην εξωτερική επιφάνεια της τελευταίας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, εστίες της νόσου βρίσκονται στο έντερο, στην ουροδόχο κύστη, σε ουλές έπειτα από κοιλιακές χειρουργικές επεμβάσεις, στο αιδοίο, στη σκωληκοειδή απόφυση και στον τράχηλο της μήτρας. Σπάνια επίσης βρίσκονται εστίες σε απομακρυσμένες περιοχές όπως οι πνεύμονες.
Ο ενδομητρικός ιστός στις έκτοπες θέσεις (εστίες της νόσου) συνεχίζει να ανταποκρίνεται στις ωοθηκικές ορμόνες. Κατά τη διάρκεια της περιόδου ο ιστός αυτός αποπίπτει, όπως και το φυσιολογικό ενδομήτριο, χωρίς όμως να βρίσκει δίοδο, με αποτέλεσμα την εσωτερική αιμορραγία, τη φλεγμονή των γύρω περιοχών και το σχηματισμό ουλώδους ιστού.
Ποια είναι τα συμπτώματα;
Τα συμπτώματα συνήθως ξεκινούν χρόνια μετά την έναρξη της περιόδου. Με την πάροδο του χρόνου σταδιακά επιδεινώνονται, καθώς οι εστίες με ενδομητρίωση μεγαλώνουν σε μέγεθος. Μετά την εμμηνόπαυση οι εστίες συρρικνώνονται και τα συμπτώματα υποχωρούν. Τα κύρια συμπτώματα είναι:
Πόνος πριν από την έναρξη και κατά τη διάρκεια της περιόδου (δυσμηνόρροια), ο οποίος είναι εντονότερος από τις συνήθεις κράμπες που συμβαίνουν στην περίοδο. Ο πόνος εντοπίζεται στην κοιλιά ή στην οσφυϊκή χώρα. Η ένταση του πόνου δεν σχετίζεται απαραίτητα με την έκταση ή το μέγεθος της έκτοπης εστίας. Πολύ μικρές εστίες μπορούν να προκαλούν έντονο πόνο, ενώ προχωρημένες καταστάσεις μπορούν να είναι χωρίς συμπτώματα.
Πόνος κατά τη διάρκεια ή μετά τη σεξουαλική επαφή (δυσπαρευνία).
Ανωμαλίες της περιόδου ή του κύκλου: απώλειες αίματος κατά την περίοδο σε μεγάλες ποσότητες ή αιμορραγίες κολπικές στα μεσοδιαστήματα του κύκλου.
Υπογονιμότητα. Προκαλείται από τη νόσο σε ποσοστό 20-40%. Συχνά δεν υπάρχουν άλλα συμπτώματα, με αποτέλεσμα η διάγνωση της ενδομητρίωσης να γίνεται όταν οι γυναίκες αυτές αναζητούν την αιτία για την οποία αδυνατούν να συλλάβουν.
Αλλα συμπτώματα μπορεί να είναι: αδυναμία, επώδυνες κράμπες του εντέρου ή εντερικές διαταραχές (διάρροια ή δυσκοιλιότητα) κατά τη διάρκεια της περιόδου. Εάν η νόσος εντοπίζεται στην ουροδόχο κύστη, εκδηλώνεται ως επώδυνη ούρηση ή αιματουρία στη διάρκεια της περιόδου.
Ανάλογα με τη σοβαρότητα της νόσου διακρίνονται τέσσερα στάδια:
Στάδιο Ι (ελάχιστη)
Στάδιο ΙΙ (ελαφριά)
Στάδιο ΙΙΙ (μέτρια)
Στάδιο ΙV (βαριά)
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση της ενδομητρίωσης ξεκινά με τη λήψη ιστορικού από τη γυναίκα. Στοιχεία όπως η καθυστερημένη εμφάνιση δυσμηνόρροιας, ο πόνος που αντανακλά στην οσφυϊκή χώρα ή η προοδευτική επίταση των συμπτωμάτων προσφέρουν σημαντική διαγνωστική βοήθεια. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις ασθενών με ενδομητρίωση κυρίως ελαφριάς μορφής χωρίς κανένα σύμπτωμα.
Απαραίτητη είναι επίσης η φυσική εξέταση, συμπεριλαμβανόμενης της γυναικολογικής εξέτασης, καθώς έτσι μπορούν επιπλέον να αποκλειστούν οι πιθανότητες άλλων ασθενειών με παρόμοια συμπτώματα, όπως ο καρκίνος των ωοθηκών και το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου.
Η διάγνωση τίθεται οριστικά ακόμα και στις ασυμπτωματικές ή τις άτυπες μορφές της ενδομητρίωσης με τη λαπαροσκόπηση. Αυτή αποτελεί μια μικρή χειρουργική επέμβαση με τη χρησιμοποίηση του λαπαροσκοπίου, που είναι ένα σωληνοειδές τηλεσκόπιο με την ενσωμάτωση κάμερας.
Το λαπαροσκόπιο εισέρχεται στην κοιλιά από μια μικροσκοπική τομή στα κοιλιακά τοιχώματα. Πριν από την εισαγωγή του η κοιλιά έχει διαταθεί με ένα αέριο, για να είναι πιο εύκολη η αναγνώριση των οργάνων. Με τη μετακίνηση του λαπαροσκοπίου μέσα στην κοιλιακή χώρα ο ιατρός μπορεί να εντοπίσει τις εστίες της ενδομητρίωσης και να προσδιορίσει ακριβώς την έκταση της νόσου. Η επέμβαση γίνεται με γενική αναισθησία.
Ποια είναι η θεραπεία;
Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το στάδιο της νόσου πρέπει να εφαρμόζεται θεραπεία, επειδή έχει διαπιστωθεί ότι στα δύο τρίτα των ασθενών η νόσος αναπτύσσεται. Δυστυχώς, ο περιορισμός της ενδομητρίωσης με τη θεραπευτική αγωγή συχνά είναι προσωρινός και ως εκ τούτου σκοπός της θεραπείας είναι η ελαχιστοποίηση των βλαβών της νόσου και η αντιμετώπιση των συνεπειών τους, όπως του πόνου και της υπογονιμότητας.
Η θεραπεία μπορεί να είναι φαρμακευτική, χειρουργική ή και συνδυασμός των δύο.
Η επιλογή εξαρτάται από την ηλικία της πάσχουσας, την επιθυμία της για εγκυμοσύνη, το βαθμό και τη διάρκεια των συμπτωμάτων, καθώς και από το αν πρόκειται για την πρωτοπαθή νόσο ή για υποτροπή (επανεμφάνιση εστιών της νόσου).
Η φαρμακευτική αγωγή είναι ορμονική και ενδείκνυται για τις ασθενείς χωρίς προβλήματα γονιμότητας, γι' όσες δεν κατάφεραν να μείνουν έγκυοι με τις προηγηθείσες θεραπείες και για όσες επιθυμούν να αποκτήσουν παιδί και δεν έχουν εκτεταμένες βλάβες. Τα κυριότερα φάρμακα είναι τα ακόλουθα:
Τα αντισυλληπτικά δισκία. Παρατηρείται ανακούφιση των συμπτωμάτων (πόνου, δυσμηνόρροιας) έπειτα από συνεχή χορήγησή τους για 6-12 μήνες σε ποσοστό 60-95%. Η επιτυχία της εγκυμοσύνης μετά τη θεραπεία κυμαίνεται σε ποσοστό 50%. Οι παρενέργειες είναι ελάχιστες.
Η Νταναζόλη. Είναι η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη αγωγή. Πρόκειται για ένα συνθετικό ανδρογόνο. Με αγωγή, διάρκειας συνήθως έξι μηνών, παρατηρείται υποχώρηση των συμπτωμάτων κατά 80-90% και μείωση του μεγέθους και της έκτασης των περιοχών με ενδομητρίωση. Οι παρενέργειες είναι συχνές και πολλές (ακμή, υπερτρίχωση, εξάψεις), αλλά οι περισσότερες είναι σχετικά ήπιες και σταματούν με τη διακοπή του φαρμάκου.
Τα ποσοστά επιτυχίας εγκυμοσύνης μετά τη θεραπεία κυμαίνονται στο 40-50%. Παράλληλα με τη νταναζόλη πρέπει να λαμβάνονται αντισυλληπτικά μέτρα, γιατί, αν και η πιθανότητα εγκυμοσύνης είναι μικρή, η έκθεση του εμβρύου στο φάρμακο μπορεί να προκαλέσει ανωμαλίες στην ανάπτυξή του.
Οι αγωνιστές του εκλυτικού παράγοντα των γοναδοτροπινών (GnRH-ανάλογα). Τα φάρμακα αυτά αντιγράφουν τη λειτουργία της φυσιολογικής ορμόνης GnRH που εκκρίνεται στον υποθάλαμο και διακόπτουν την παραγωγή ορμονών από τις ωοθήκες. Η θεραπεία διαρκεί τρεις με έξι μήνες και μειώνει το μέγεθος των ενδομητρικών εστιών.
Οι παρενέργειες είναι παρόμοιες με τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, όπως εξάψεις, πονοκέφαλοι, οστεοπόρωση και ξηρότητα κόλπου, υποχωρούν όμως με τη διακοπή των φαρμάκων. Υποτροπή της νόσου συνήθως παρατηρείται σε έξι μήνες με ένα χρόνο μετά το τέλος της θεραπείας.
Η χειρουργική θεραπεία περιλαμβάνει τη λαπαροσκοπική επέμβαση, καθώς και πιο ριζικές επεμβάσεις.
Στις γυναίκες ηλικίας κάτω των 35 ετών που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν και στις οποίες η νόσος βρίσκεται στα πρώτα στάδια, η πλέον αποτελεσματική θεραπεία είναι λαπαροσκοπική αφαίρεση ή ηλεκτροκαυτηρίαση των ενδομητριακών εστιών με τη βοήθεια του λαπαροσκοπίου και των ακτίνων laser. Μετά τη θεραπεία περίπου το 20-50% των ασθενών θα χρειαστούν πιο ριζική θεραπεία.
Οι ριζικές επεμβάσεις ενδείκνυνται σε ασθενείς για τις οποίες δεν είναι απαραίτητη η διατήρηση της αναπαραγωγικής λειτουργίας, δηλαδή δεν επιθυμούν να τεκνοποιήσουν. Τέτοιες είναι η ολική υστερεκτομή, που συνίσταται στην αφαίρεση της μήτρας μαζί με τις σάλπιγγες και τις ωοθήκες, και η αφαίρεση των ωοθηκών.
Επειδή η ενδομητρίωση επηρεάζει κάθε γυναίκα με διαφορετικό τρόπο, είναι απαραίτητο η ασθενής να έχει καλή και ειλικρινή σχέση και επικοινωνία με τον ιατρό της. Πάντως, πολλές φορές η απόφαση να ακολουθηθεί η θεραπεία είναι δύσκολη και προκαλεί ψυχική αναστάτωση στις πάσχουσες, οι οποίες χρειάζονται την υποστήριξη του οικογενειακού και φιλικού τους περιβάλλοντος.
Πηγή:health.in.gr